ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ (ΣΤΡΕΖΟΒΑΣ) ΑΧΑΪΑΣ

Κατ΄ αρχήν θα πρέπει να αναφερθούμε στην Ιστορία της περιοχής, στην οποία ανήκει σήμερα η Δάφνη και στους προϋπάρχοντες οικισμούς αυτής της περιοχής. Η περιοχή της Δάφνης, όλη η επαρχία Καλαβρύτων, καθώς και η επαρχία Γορτυνίας Αρκαδίας, συνιστούσαν το τμήμα της αρχαίας Αρκαδίας, που είχε το όνομα Αζανία.Κατά μία θεωρία, υποστηριζόμενη, από τον Ηρόδοτο και τον Ευριπίδη, οι Αζάνες, ήταν διαφορετικός λαός από τους Αρκάδες και στις διάφορες θεωρίες καταγωγής των, λεγόταν, ότι οι Αζάνες, προϋπήρχαν στην περιοχή, των Αρκάδων. Οι Αρκάδες βέβαια, το ότι προϋπήρχαν των άλλων φύλλων, δεν αμφισβητείται και μάλιστα, λέγονταν εκτός από Πελασγοί και Προσέληνες, δηλαδή ότι υπήρχαν προ υπάρξεως της Σελήνης. Από παραφθορά του Προσέλην, λέγεται, ότι προήλθε το Έλλην.
Στους Ομηρικούς χρόνους, στην περιοχή εμφανίζονται σε γραπτή πηγή, την Ομήρου Ιλιάδα (ραψωδία Β΄ στίχος 605 ), οι τρεις Ομηρικές πόλεις, Ρίπη, Στρατίη και Ενίσπη, που έστειλαν στρατό στην Τροία. Εκτός από αυτήν την πηγή, σε πρόσφατες ανασκαφές, τόσο στην Καμενίτσα Αρκαδίας, που βρίσκεται σε γειτονική περιοχή της αρχικής ροής του Λάδωνα, όσο και στην Δήμητρα Αρκαδίας, που βρίσκεται στην μέση ροή του Λάδωνα, βρέθηκαν νεολιθικοί οικισμοί, που μαρτυρούν ότι η περιοχή του Λάδωνα, κατοικήθηκε σε Ομηρικούς και προ-Ομηρικούς χρόνους.Οι τρεις αυτές πόλεις, Ρίπη, Στρατίη και Ενίσπη, κατά παλιά Αρκαδική παράδοση, ήταν πόλεις-νησιά στον ποταμό Λάδωνα, άποψη υπερβολική, όπως ισχυρίζεται και ο Παυσανίας ο Περιηγητής, καθ΄ όσον ο Λάδωνας, δεν είναι τόσο μεγάλος για να εμπεριέχει νησιά. Άρα, πρέπει να ήταν παρόχθειες του ποταμού Λάδωνα πόλεις, που βρίσκονταν κυρίως σε συμβολές παραποτάμων με τον Λάδωνα, όπως με τον Αροάνειο, τον Τράγο, και τον Πάϊο (Στρεζοβινό ξεροπόταμο) της περιοχής μας, που με μια οχυρωματική τάφρο, που συνέδεει τα δύο ποτάμια, ή με συνήθεις πλημμύρες, που αυτές ήταν και είναι συχνές στον Λάδωνα, έδιναν την αίσθηση νησιωτικών πόλεων.

Η συμβολή του Πάϊου με τον Λάδωνα είναι μια περιοχή, που σήμερα λέγεται Σμίξη και σε αυτήν την περιοχή έχουν ευρεθεί πλήθος στοιχείων αρχαίων περιόδων, όπως κεραμικά, τάφοι, κίονες πρισματικοί, βάση πήλινου αγάλματος, βραχίων μαρμάρινου αγάλματος, αγωγοί νερού κλπ. τόσο στις όχθες, όσο και στους γύρω λόφους.
Επίσης στον Πάϊο, σε βάθος πάνω από δύο μέτρα υπάρχουν ίχνη επιμελημένων ογκόλιθων, που δεν φαίνεται να βρέθηκαν τυχαία εκεί. Αυτά τα ίχνη μαρτυτούν, ότι προυπήρχε οικισμός, που κατά μία θεωρία χάθηκε, όταν καλύφθηκε από τα νερά και τη λάσπη της μαύρη-λίμνης, ( όταν έσπασε το φυσικό φράγμα της, στον τράφο της Βούτης ) ή το πιθανότερο από τις συνήθεις πλημμύρες του Πάϊου ποταμού και του Λάδωνα. Απόδειξη είναι ότι στην πηγή Τρανή βρύση, το τριγύρω της έδαφος, με το χρόνο, αυξάνει καθ΄ ύψος, από τη λάσπη που φέρνουν οι πλημμύρες του Πάϊου, οι οποίες είναι συχνότατες.
Από αρχαιολόγους, η πόλη Ενίσπη, έχει τοποθετηθεί στις περιοχές του άνω Λάδωνα, δηλαδή στην περιοχή μας και είναι πολύ μεγάλη η πιθανότητα, να είναι πρόγονος του αρχαίου οικισμού, που επιβεβαιωμένα υπήρχε στη Σμίξη και που λεγόταν, Νασοί (ερμηνευτικά:νησιά) ή Φιλοξενία κατά τον Παπανδρέου, ή και πιθανόν Σκοτάνη.
Πάντως και σήμερα ο Λάδωνας, έχει περιοχές που λέγονται νησιά.
Ο οικισμός λοιπόν αυτός, υδρευόταν από την πηγή της Τρανής βρύσης, αλλά και από την πηγή Καμάρι, όπου στον πλησίον αυτής λόφο Γλανιτσιά, υπάρχουν ερείπια, υποτυπώδους οχύρωσης.

Ίχνη κτιρίου στο Κοκοβίτικο Ογκόλιθοι στην κοίτη του Πάϊου

Βέβαια στην αρχαία περίοδο, των κλασσικών χρόνων, υπήρχαν στην περιοχή του Λάδωνα οι πόλεις, Νασοί, Αργεάθαι, Λυκούντες, Σκοτάνη, Πάος στο τμήμα της περιοχής από Φιλέϊκο μέχρι Παλιοκατούνα και Σκουπέϊκο, που ήταν και η βασική οδός της εποχής που συνέδεε την Αρκαδία με Ψωφίδα, Λαμπία, Ήλιδα και Αχαϊα και οι πόλεις Όρυξ, Αλούς και Θαλιάδες, στο τμήμα της περιοχής από Σμίξη, Ποδογορινό, Λίμνη μέχρι Βάχλια δηλαδή κατά μήκος του Λάδωνα.
Όπως βλέπουμε ο Λάδωνας, ήταν πυκνοκατοικημένος( οκτώ πόλεις σε τόσο μικρή περιοχή, είναι μεγάλος ο αριθμός των ) και μάλιστα η πόλη Αλούς, που βρισκόταν στην σημερινή θέση Κανελάκι, που σήμερα είναι η λίμνη, ήταν αρχικά 5ο αιώνα π.Χ., μεγάλη πόλη- κράτος.

Η λίμνη, ο λόφος στη μέση ήταν η ακρόπολη της Αλούντος

Στον πάνω από τη θέση Κανελάκι λόφο, υπήρχε η ακρόπολη της πόλης, με καλή οχύρωση, με ναούς και δημόσια κτίρια. Εκεί έχουν ευρεθεί, μαρμάρινη ανάγλυφη πλάκα, κεραμικά, όστρακα, πήλινα ειδώλια κλπ. Κάτω από την ακρόπολη, ήταν η κυρίως πόλη και έχουν ευρεθεί κτίσματα και νεκροταφείο. Η πόλη Αλούς είχε και δικό της νόμισμα.
Βέβαια ενδιάμεσα στις παραπάνω πόλεις, υπήρχαν πάρα πολλά χωριά και οικισμοί, όπως μαρτυρούν πάρα πολλά ίχνη σε όλη την περιοχή, οι οποίοι σήμερα είναι άγνωστοι.Έτσι βρίσκουμε, ίχνη αρχαίων οικισμών, στην Αγριελιά (Γούπατα), με τάφους και νόμισμα της εποχής του Δημητρίου του Πολιορκητή, στο Ποδογορινό, με τάφους και κτίσματα, στην Παλιοκατούνα με τάφους (σε έναν καλοδιατηρημένο τάφο, βρέθηκε αγγείο και περικνημίδα) και νομίσματα.
Ίχνη υπάρχουν επίσης και στην απέναντι όχθη του Λάδωνα, στο Κερπινέϊκο και στο Γλανιτσέϊκο, όπου τοποθετείται, κατά μία άποψη η πόλη Όρυξ. Η πόλη Όρυξ θεωρείται, ότι ήταν ίδια με την Αλούντα ή τουλάχιστον γειτονική. Έτσι, υπάρχει η άποψη, ότι η Αλούς ήταν στο Κανελάκι και η Όρυξ, στο «Παλιόκαστρο» της Ποδογοράς. Όπως επίσης υπάρχει και η άποψη, ότι στο Ποδογορινό υπήρχε η πόλη Αλούς και στο απέναντι Γλανιτσέϊκο, η πόλη Όρυξ. Τότε σύμφωνα με αυτή την άποψη, στο Κανελάκι, θα ήταν η πόλη Θαλιάδες. Πάντως στο Ποδογορινό, έχουν ευρεθεί τάφοι και μάλιστα η περιοχή εκεί σήμερα, λέγεται Αλούπι.

Ο Άγγλος ερευνητής Leak περνώντας από την περιοχή μας, από τα ευρήματα, κατέταξε την Παλιοκατούνα, στις αρχαίες πόλεις και μάλιστα στο χάρτη του της περιοχής, που κυκλοφόρησε το 1805, έχει χωροθετήσει την περιοχή αυτή και έχει τοποθετήσει, την αρχαία πόλη με το όνομα P.Katuna. Η μεγαλύτερη πιθανότητα, αν η πόλη έχει σχέση με το όνομα, είναι η πόλη να είναι της Ρωμαϊκής περιόδου, καθ΄ όσον, το Κατούνα είναι Λατινικό όνομα (και υπάρχουν εκεί μια σειρά τοποθεσιών με Λατινικά ονόματα : Λουκά, Πλιονέρι ) και σημαίνει στενό ή στρατόπεδο.Υπάρχει βέβαια μεγάλη πιθανότητα εκεί, να προυπήρχε ο οικισμός Λυκούντες. Και σήμερα, ένα κομμάτι της περιοχής εκεί, λέγεται Λυκότρουπες.

Η αρχαία πόλη Πάος ή το Παίον, όπως αναφέρεται από τον Ηρόδοτο, ήταν ακμαία από τους αρχαϊκούς χρόνους και βρισκόταν στην περιοχή, από τα Βεσινέϊκα μέχρι το Σκουπέϊκο ή Νέα Πάος και συγκεκριμένα στην περιοχή, γύρω από το χάνι του Καλαθά και την πηγή του, από την οποία υδρευόταν.

Σχεδιάγραμμα της Ακρόπολης της αρχαίας Πάου Τμήμα των τειχών της αρχαίας Πάου

Η ακρόπολη της Πάου, ήταν στον από πάνω, από τις πηγές του Καλαθά λόφο και είχε τείχη των οποίων το μήκος, υπολογίζεται σε 516 μ. Εκεί διατηρείται μια δεξαμενή, στην οποία καταλήγει πήλινος αγωγός, που έφερνε νερό από πηγή, 230 μέτρα ανατολικότερα. Επίσης (όπως σημειώνεται στο παραπάνω σχεδιάγραμμα), υπάρχουν θεμέλια αρχαίου οικοδομήματος, πιθανόν ανακτόρου, θεμέλια ναού των Διοσκούρων, πολλοί δευτερεύοντες τοίχοι σε χαμηλότερα σημεία, πολλοί επίσης πύργοι ορθογώνιοι, καθώς επίσης και μία πύλη.
Κάτω από την ακρόπολη, στον επίπεδο χώρο, γύρω από τις πηγές, βρισκόταν, ο κυρίως συνοικισμός της αρχαίας Πάου. Εκεί ευρέθησαν κτίσματα, όστρακα και νομίσματα αρχαία, χρονολογούμενα από τα προκλασσικά, έως τα ρωμαϊκά χρόνια. Χαρακτηριστική είναι και μία πλάκα με την επιγραφή «ΧΑΙΡΕΕΥΦΡΟΣΥΝΗ». Επίσης έχει εντοπισθεί και αρχαίο νεκροταφείο.
Κατά τον Ηρόδοτο 6,127, η αρχαία Πάος αναφέρεται σαν πατρίδα ενός από τους μνηστήρες της Αγαρίστης (της κόρης του τυράννου της Σικυώνος Κλεισθένη), του Λαφάνη, γιου του Ευφορίονος, για τον οποίον υπήρχε η παράδοση, ότι στο σπίτι του φιλοξένησε τους Διόσκουρους και από τότε, ήταν πολύ φιλόξενος, για όλους τους ανθρώπους.
Η πόλη αρχαία Πάος, υποτάχθηκε και προσαρτήθηκε στο κράτος του αρχαίου Κλείτορος.
Εδώ μπορούμε να αναφέρουμε κάποια σχόλια, σε σχέση με την ονοματολογία των πόλεων, Πάος και Κλείτωρ. Και πράγματι, φαίνεται ότι τα ονόματα δεν εδόθησαν τυχαία, αλλά ανάλογα με την εμφάνιση των χώρων, στους οποίους ήταν κτισμένες οι πόλεις. Η ακρόπολη της Πάου, έχει την εμφάνιση ανδρικού μορίου, ενώ η περιοχή του Κλείτορος μοιάζει με την απόκρυφη περιοχή γυναίκας. Επίσης φαίνεται, ότι το παλαιότερο όνομα Παίον, για λόγους κοσμιότητας, αντικαταστάθηκε με το Πάος.Και βέβαια με κάποιο χιούμορ, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι ήταν πολύ φυσικό μετά από χρόνων πάλη, να υποταχθεί το Παίον στον Κλείτορα!
Στα ρωμαϊκά χρόνια η πόλη Πάος, ήταν σε παρακμή πλέον και όπως αναφέρει ο Παυσανίας ο περιηγητής, που πέρασε από κει στα 170 μΧ., ήταν μια έρημη κώμη.
Αξιοσημείωτο επίσης, για την περιοχή μας, είναι ότι, ψηλά πάνω από το Δεχούνι, στα σύνορα με την Κοντοβάζενα, υπήρχε ο Ναός της Ερυκίνης Αφροδίτης, καθώς και εγκαταστάσεις με τα λουτρά της.

Ο ναός της Αφροδίτης Τα λουτρά της Αφροδίτης

Ο γύρω χώρος, αποτελείται από διαδρόμους, που συνέδεαν τα λουτρά με το ναό, το βωμό και την εξέδρα μπροστά από στάδιο, όπου εκτός από τελετές λατρείας και καλλιστείων(;), γίνονταν και αθλητικοί αγώνες. Για αυτό και όλος ο ορεινός όγκος, που αποτελείται από την Καρακοψωλιά, που είναι πάνω από τη Δάφνη, το Νασέϊκο, τον Προφήτη Ηλία του Βεσινίου και την κορυφή στα λουτρά της Αφροδίτης, λέγεται «Αφροδίσιο όρος». (Ο Παυσανίας το αναφέρει σαν «Αφροδίσιο Δρυμό»).

Στην ευρεία περιοχή πάνω από τον Λάδωνα, δηλαδή Βόρειο-Δυτικά και σαφώς και στην περιοχή, που είναι κτισμένη η σημερινή Δάφνη, υπήρχε ο μεγάλος δρυμός του Σόρωνος, δάσος βελανιδιών, ξακουστό για την πανίδα του, όπως αρκούδες και τεράστιες χελώνες, όπως αναφέρει, ο Παυσανίας ο Περιηγητής.

Όλες οι παραπάνω αυτόνομες πόλεις, σταδιακά από το 6ο αιώνα και μετά, περιήλθαν στον αρχαίο Κλείτορα, το ισχυρότερο κράτος, της αρχαίας Αζανίας. Η πόλη του Κλείτορα, βρισκόταν στην σημερινή Παλαιόπολη, Δυτικά των Μαζεϊκων.

Τα κυκλικά τείχη Ερείπια ναού

Η ιστορία του αρχαίου Κλείτορος, είναι και λαμπρή και ένδοξη.
Έκοψε πολλές σειρές νομισμάτων από το 500 π.Χ. και μετά. Η πόλη του Κλείτορα, είχε πολύ καλά οχυρωματικά τείχη, με ημικυκλικούς πύργους, είχε θέατρο που δεν έχει ανασκαφεί, καίτοι έχει ευρεθεί.
Είχε αγορά και πολλά ιερά, όπως της Δήμητρας κοντά στο θέατρο, του Ασκληπιού βορειοδυτικά στη θέση «παλάτι», της Ειλείθυιας ακόμη πιο βόρεια, και των Διοσκούρων 700 μέτρα από την πόλη.
Σε απόσταση 5 χλμ. από την πόλη, υπήρχε ο ναός της Κορίας Αθηνάς, με λατρευτικό άγαλμα, όπου γινόταν τελετή με νεαρά κορίτσια, τα λεγόμενα Κοριάσια ή Κοράσια. Κατά μία εκδοχή, (Curtius - Παπανδρέου) αυτός ο ναός, ήταν στο ύψωμα του Αγ. Αθανασίου στη Κόκοβα, κατά δε άλλη εκδοχή (Hopf ), ήταν στην κορυφή πάνω από τη Μαμαλούκα. Πάντως η απόσταση των 5 χιλιομέτρων στην ευθεία, οδηγεί με μεγάλες πιθανότητες και σε ίχνη, που έχουν ευρεθεί και στον Κοκοβίτικο κάμπο.
Το κράτος του Κλείτορα, είχε μόνιμο στρατό χιλίων ανδρών και σε πολεμικές περιόδους συγκέντρωνε, τουλάχιστον πέντε χιλιάδες.
Τα σύνορα που είχε ο Κλείτωρ, με το κράτος της Ψωφίδας, ήταν οι αρχαίες Σείρες, όπως λέει ο Παυσανίας ο Περιηγητής στα Αρκαδικά του, που πιθανολογείται, ότι ήταν μικρός οικισμός, στη θέση, όπου είναι σήμερα το Δεχουνεϊκο.Επίσης, τα σύνορα που είχε ο Κλείτωρ, με το κράτος της Θελπούσης (στην περιοχή των σημερινών Τροπαίων), ήταν ο αρχαίος ναός της Δήμητρας, κάτω από την πόλη Θαλιάδες (στη σημερινή Βάχλια, περίπου), όπως πάλι αναφέρει ο Παυσανίας ο Περιηγητής στα Αρκαδικά του.
Όλη αυτή η μεγάλη περιοχή, για την εποχή εκείνη, αυτών των πόλεων του κράτους του Κλείτορα, ελέγετο «χώρα των Κλειτορίων» και οι κάτοικοί της Κλειτόριοι. Αυτό μαρτυρά η αναφορά του ιστορικού Πολύβιου του Μεγαλοπολίτη, που αναφέρει ότι ο Φίλιππος της Μακεδονίας, εκστρατεύοντας κατά της Αρχαίας Ψωφίδας, πέρασε από την χώρα των Κλειτορίων (όχι δηλαδή, από την πόλη του Κλείτορα) και προμηθεύτηκε κλίμακες και βέλη. Και βέβαια, η οδός που ακολούθησε ο Φίλιππος, ήταν αυτή που οδηγούσε από την Αρκαδία (Τεγέα, Μαντινεία, Ορχομενό, Καφυές) προς την Ψωφίδα, δηλαδή από το Κοκοβίτικο, κατά μήκος του Στρεζοβινού Πάϊου και προς το Πάος, δηλαδή περιοχή έξω από την πόλη του Κλείτορα και στην περιοχή, που ένα τμήμα της ανήκει στη σημερινή Δάφνη.
Οι πόλεις που υπήρχαν στον πάνω ρου του Λάδωνα και ανήκαν στον Κλείτορα, διατήρησαν τους ναούς τους, τα κτίριά τους και τα στάδιά τους. Ένα τέτοιο στάδιο υπήρχε στο σημερινό Κοκοβίτικο κάμπο.Με το κράτος του Κλείτορα ανεδείχθησαν τρεις Ολυμπιονίκες : Άλκετος 384 π.Χ. και Κριτόδαμος 372 π.Χ. στην πυγμή παίδων και Κλεόμαντις 336 π.Χ., στο στάδιο.
Σχηματίσαμε λοιπόν μια εικόνα, πως ήταν η περιοχή μας στην προ-ομηρική, και ομηρική περίοδο καθώς και στην αρχαία κλασσική περίοδο, της Ιστορίας. Όλοι οι οικισμοί της περιοχής είναι εγκατεστημένοι, όπου υπάρχει νερό και συντριπτικά, επίκεντρο, είναι ο ποταμός Λάδωνας και οι παραπόταμοί του, με τις εύφορες κοιλάδες τους.

Κατά την μυθολογία ο Λάδων, ήταν γιος του Ωκεανού και της Τηθύος και κατά μια άποψη, από τον Λάδωνα και την Γαία γεννήθηκαν η Μετώπη και η νύμφη Δάφνη.
Λάδωνας επίσης, ονομαζόταν ο φοβερός δράκος με τα εκατό κεφάλια, που φύλαγε τον κήπο των Εσπερίδων, με τα χρυσά μήλα της νεότητας, και κατά μία εκδοχή, ήταν δημιουργία των σπλάχνων της Γαίας(Γης). Κατά δεύτερη εκδοχή ο δράκος Λάδωνας ήταν γιος του Τυφώνος και της Έχιδνας. Τον δράκο αυτό, εφόνευσε ο Ηρακλής. Επίσης δεν πρέπει να είναι τυχαίο, το όνομα «Δρακοβούνι», του παραπλήσιου στο ποταμό Λάδωνα βουνού, που έχει και την ανάλογη εμφάνιση. Όμως το πιο πιθανό είναι, επειδή ο κήπος των Εσπερίδων τοποθετείτο, αρχικά στην Ήλιδα και ο ποταμός Λάδων με τους ελιγμούς του εκεί, φαινόταν σαν τεράστιο φίδι στην περιοχή, εδόθη η ιδέα του δράκου, του ακοίμητου φύλακα, του κήπου και των πολύτιμων μήλων του.
Αναφορές στη Μυθολογία, που αφορούν την περιοχή, είναι πάρα πολλές με κύρια στοιχεία, τον ερωτισμό και το πάθος, που εμπνέει το ποτάμι του Λάδωνα, με το παραδεισένιο και ερωτικό περιβάλλον του.
Ο πιο γνωστός μύθος είναι ο μύθος της πανέμορφης θυγατέρας του Λάδωνα Δάφνης, με τον θεό Απόλλωνα, που εκτυλίχθηκε στις όχθες του ποταμού Λάδωνα. Ο θεός Απόλλωνας νοιώθοντας μεγάλο έρωτα και πόθο, για την νύμφη Δάφνη, την κυνήγησε σε αυτόν τον χώρο και όταν την πλησίασε και την άγγιξε, αυτή για να γλιτώσει την ατίμωση, παρακάλεσε τον πατέρα της Λάδωνα να την μεταμορφώσει σε δένδρο. Έτσι, η νύμφη Δάφνη μεταμορφώθηκε σε δένδρο, που επίσης ονομάστηκε δάφνη, ο δε Απόλλων έκοψε από κλαδιά και έφτιαξε το γνωστό στεφάνι από δάφνη, που με αυτό στεφανώνονται και σήμερα οι νικητές και οι ανδρείοι.
Εδώ διαδραματίστηκε επίσης ο μύθος του Λεύκιππου, (γιου, του βασιλιά Οινομάου, της πόλης Πίσης ), που ντύθηκε γυναίκα, για να βρίσκεται κοντά στη αγαπημένη του νύμφη Δάφνη, ενέργεια που πλήρωσε με την ζωή του, όταν με προδοσία, λόγω ζηλοτυπίας του Απόλλωνα, αποκαλύφτηκε.
Εδώ λουζόταν η θεά Δήμητρα, εδώ κυνηγούσε η θεά του κυνηγίου Άρτεμις, εδώ περιφερόταν ο τραγοπόδαρος θεός Πάν. Αυτός με τις ορέξεις του, όταν κυνήγησε την ωραία νύμφη Σύριγγα, εδώ την πλησίασε και μεταμορφώθηκε αυτή, για να γλυτώσει, σε καλάμι, από το οποίο ο θεός αυτός, έφτιαξε την ξακουστή φλογέρα του, που ονομάστηκε σύριγγα.

Δάφνη-Απόλλων Αφροδίτη-Πάνας Αφροδίτη-Άρης Άρτεμις-ελάφι

Εδώ μετά από επιτυχή καταδίωξη, έπιασε το ελάφι της Άρτεμης ο Ηρακλής.
Επίσης εδώ στα όμορφα δάση του Σόρωνα, που πιο πάνω ονομάζονται και Αφροδίσια όρη, η Αφροδίτη συναντιόταν με τον παράνομο εραστή της, Θεό Άρη.

Με την επικράτηση των Ρωμαίων, άλλες πόλεις ακμάζουν και άλλες φθίνουν, γιατί υπάρχουν οι διώξεις των αντιφρονούντων, προς την Ρωμαϊκή κυριαρχία.
Η αρχαία Πάος, είναι ήδη ερειπωμένη, η πόλη όμως του Κλείτορα, περνάει περίοδο ανάπτυξης και ακμής. Οι Ρωμαίοι έκαναν τις καταστροφές τους σε αντιφρονούντες κατοίκους και στις διάφορες πόλεις αυτών, μέχρι να θεμελιώσουν την εξουσία τους.
Οι μεγάλες καταστροφές για την περιοχή μας, όμως, ήρθαν από τον Μεγάλο Θεοδόσιο, όπου ο κρατικός μηχανισμός χρησιμοποιώντας με πρόσχημα την νέα θρησκεία την «Χριστιανική», εξόντωνε αντιπάλους και θεμελίωνε την εξουσία του.
Τότε κατεστράφησαν και οι αρχαίες Ελληνικές πόλεις της περιοχής μας, κατεδαφίστηκαν οι αρχαίοι ναοί του Δωδεκάθεου, κατασφάγηκαν οι ιερείς της παλιάς θρησκείας και οι πιστοί της κάτοικοι, κατέφυγαν στα ορεινά. Πιθανολογείται, ότι από μερικούς στην περιοχή μας, λατρευόταν το Δωδεκάθεο και μέχρι το 800 μ.Χ.
Ο αρχαίος Κλείτωρ καταστρέφεται και μαζί του χάνεται, ο αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός της περιοχής. Οι τέχνες και τα γράμματα και οι κάθε πολιτιστικές εκδηλώσεις εξαφανίζονται, καθώς οι τελετές, οι λατρείες, και οι αθλητικοί αγώνες απαγορεύονται.
Και ότι διεσώθη από τον Μεγάλο Θεοδόσιο, αποτελειώθηκε από τις ληστρικές επιδρομές των Γότθων του Αλάριχου, από σεισμούς, επιδημίες πανώλης και κατά τον 6ο μ.Χ. αιώνα, από την κάθοδο Σλαβικών φύλων.
Η μόνη πόλη, που δεν έσβησε εντελώς, για αυτούς τους παραπάνω λόγους, ήταν η πόλη Αλούς( ερμην.: κατειλημένη, χαμένη) και φαίνεται, ότι κατοικείτο και κατά τους υστερότερους Βυζαντινούς χρόνους. Η παράδοση για την Αλούς λέει ότι, υπέστη επιδημία, ενός είδους ορχίτιδας και χάθηκε όλος ο ανδρικός πληθυσμός. Για αυτό και μέχρι σήμερα λέγεται και «Μαυρομαντηλού», πιθανόν, από τα πένθιμα μαύρα μαντήλια, που φορούσε ο εναπομείνας γυναικείος πληθυσμός.
Οι παραλαδώνιες πόλεις λοιπόν, αδειάζουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο και σιγά-σιγά, νέοι οικισμοί δημιουργούνται, στους γύρω ορεινούς όγκους, τους οποίους οικισμούς, συναντάμε μέχρι την γένεση της Στρέζοβας και της σημερινής Δάφνης.
Έτσι έχουμε τους οικισμούς, πάνω από το σημερινό Μετόχι, στο Μπιλάλι, στο χωριό, που ερείπιά του υπάρχουν και σήμερα στην περιοχή Ρουμανέϊκα και λέγεται Δεμέστιχα ή Καλύβια, με δύο πηγές την Λεύκα και την αρχαία Θάνιτσα, στο Πηγάδι, στους Πετραίους, στο Τριστενό ή Καρούτες, στον Αηγιάννη, που λεγόταν Ζαγορίτσα, στην Παλαιοποδογορά και από την άλλη μεριά, στο Πλιονέρι, στην Παλιοκατούνα, στη Λουκά, στο Νασέϊκο και πιο πάνω στα Νάσια, στο Βεσίνι, στην Ξηροκαρύτενα.

Ερείπια κτιρίου στους Πετραίους Ερείπια οχύρωσης στα Ρουμανέϊκα

Επίσης έχουμε και τους πρώτους δύο εμβρυακούς οικισμούς βοσκών στη σημερινή θέση της Δάφνης.
Στο σημερινό πάνω χωριό, στην σημερινή Παναγιά, και με μέτοικους από τον Μυστρά, που το όνομά τους είναι Λιναρδόπουλοι (μάλλον από το λατινικό Leonardo, που πιθανόν να μαρτυρά Δυτική καταγωγή, Φράγκικη ή Ενετική το πιθανότερο), με ύδρευση από την πηγή Κάκαβο και πρώτη Χριστιανική εκκλησία την Αγία Παρασκευή (ναός του 13ου αιώνα περίπου). Επίσης στο κάτω χωριό, με μεικτό Ελληνικό και Σλαβικό και ίσως Αλβανικό στοιχείο (το όνομα Lappa είναι Σλαβο-αλβανικό), με ύδρευση από την πηγή του σημερινού Αγίου Ανδρέα και πρώτη εκκλησία τον Άγιο Ανδρέα. Δεν είναι τυχαίο αυτό που λέγεται, ότι οι Σπηλιόπουλοι (από τον Σπήλιο Λιναρδόπουλο) ή οι Λαππαίοι, θεωρούνται από τους πρώτους κατοίκους της Στρέζοβας.
Βέβαια, ως προς την καταγωγή των κατοίκων και την ονοματολογία, τίποτα δεν είναι πάντα σίγουρο, γιατί πολλοί Ελληνικής ή άλλης καταγωγής, έπαιρναν Χριστιανικά, Λατινικά, Σλαβικά, Αλβανικά και Τουρκικά ονόματα σαν παρατσούκλια, που μετά γίνονταν επώνυμα.
Ο χώρος λοιπόν αυτός, του πάνω και του κάτω χωριού, όπως σήμερα φαίνεται, έχει πολλές πηγές, δηλαδή εκτός από τις προηγούμενες έχει, της Αγίας Μαρίνας, του Ακονιού ,του Αγίου Δημητρίου, του Λάππα, είναι ανατολικός, έχει λίγη υγρασία και η κλίση του εδάφους, είναι μεγάλη, που δίνει την δυνατότητα και να προφυλάσσονται από πλημμύρες(κατά μία άποψη που άκουσα, ο αρχαίος Κλείτωρ κατεστράφη από μεγάλη πλημμύρα!!), αλλά και να εποπτεύουν τα χωράφια και τα κοπάδια σε μια μεγάλη απόσταση.
Οι Σλάβοι, το δάσος του Σόρωνα, το μετονομάζουν σε Στρέζοβα (δάσος με βελανιδιές, σημαίνει στα Σλάβικα το στρέζοβα) και το καταστρέφουν σταδιακά, με εκχερσώσεις και πυρκαγιές, για να δημιουργήσουν χωράφια. Οι νέοι συγκάτοικοι της περιοχής, χωρίς συγκροτημένη γλώσσα και χωρίς γραφή, φέρνουν όμως και βαφτίζουν με ονόματα της παλιάς τους πατρίδας, περιοχές της νέας των πατρίδας. Έτσι έχουμε τα τοπωνύμια Στρέζοβα, Ζαγορίτσα, Αλίστρες (που σημαίνει σπήλαια), Ζέρβου ,Τσιούκα, Σκούπι, Κόκοβα, Καρύτενα κλπ. Πολλές όμως περιοχές, διατηρούν τα Ελληνικά τους ονόματα, όπως Δρυμώνας, Πηγάδι, Λυκότρουπες ,Βελόνι, Τριστενό, Στένωμα, Μεσοράχια, Στροπέλια, καθώς και άλλα που έχουν Λατινική προέλευση, όπως Λουκά, Μαμαλούκα, Δεμέστιχα (domestica) ή Ελληνολατινική, όπως Παλαιοκατούνα, Πλιονέρι. Ο Λάδωνας και η συνέχειά του σαν Αλφειός, λέγεται «Ρουφιάς» και έτσι συναντάται, στις έντυπες πηγές της εποχής εκείνης, τα λεγόμενα «Χρονικά».
Στρέζοβα λοιπόν, είναι μια μεγάλη περιοχή και οι οικισμοί που υπάρχουν σε αυτή, αποκαλούνται «χωριά της Στρέζοβας».Ο Σλαβικός πληθυσμός φιλήσυχος, συνυπάρχει με τον Ελληνικό σε μεικτά χωριά. Υπάρχουν βέβαια και τα αμιγώς Ελληνικά ή Σλαβικά χωριά. Αυτή η κατάσταση διατηρείται για 200 χρόνια περίπου, μέχρι την επίθεση, οργανωμένων τοπικών Σλαβικών πληθυσμών κατά της Πάτρας, όπου οι Βυζαντινές δυνάμεις, νικούν, κατασφάζουν και εξοντώνουν τους εξεγερμένους, επιβάλλουν σκληρούς νόμους και εξελληνίζουν βίαια, όσους Σλάβους υποτάσσονται και δεν καταφεύγουν, να κρυφτούν, στον δύσβατο Ταύγετο.
Βέβαια υπάρχει η πιθανότητα η εκκλησία του Αγίου Ανδρέα ή προϋπάρχουσα αυτής με το ίδιο όνομα, με Βυζαντινή αγιογραφία, που τελευταία, έχει καταστραφεί(!!!), να κτίστηκε, στον κάτω οικισμό της Στρέζοβας ή σε προηγούμενο γειτονικό οικισμό, που είχε και εναπομείναντα Σλαβικό πληθυσμό, όπως κτίστηκαν τότε πολλές εκκλησίες Αγίου Ανδρέα στην περιοχή, για επιβολή και ανάμνηση της νίκης κατά των Σλάβων στην Πάτρα, όπου κατά την παράδοση πολιούχος και προστάτης, ήταν ο Άγιος Ανδρέας.
Παρεπιμπτόντως πάντως η εκκλησία αυτή αναφέρεται και σαν μονή και μέχρι στις μέρες μας, είχε στο πάνω μέρος της δύο κελιά. Επίσης ανακαλύπτουμε όπως π.χ. στον Άγιο Χαράλαμπο, που χτίστηκε το 1900, προϋπάρχουσες εκκλησίες με το ίδιο ή άλλο όνομα. Η Αγία Τριάδα σε έγγραφο του 1839 αναφέρεται σαν μονή, ενώ η σημερινή εκκλησία κτίστηκε το 1872. Επίσης η Αγία Παρασκευή ήταν και εκκλησία Αγίου Νικολάου. Πάντως κατά τεκμήριο οι πιο παλιές εκκλησίες, πρέπει να είναι οι Άγιοι Θεόδωροι (η παλιά που προϋπήρχε της σημερινής) και η Αγία Αικατερίνη στην κορυφή Τσιούκα, επειδή ήταν κάτω από το έδαφος και θεωρούνται για αυτό,Παλαιοχριστιανικές. Τα ερείπια της Αγίας Αικατερίνης υπάρχουν ακόμη.
Πάντως η ιστορία των εκκλησιών του χωριού, χρειάζεται πολύ ψάξιμο και πιστεύω ότι θα υπάρξουν πολλά στοιχεία. Όπως, που ήταν το Παλιομονάστηρο; Γιατί το θρησκευτικό πανηγύρι γίνεται της Αναλήψεως, ενώ σήμερα, δεν υπάρχει αντίστοιχη εκκλησία;

Το μεγαλύτερο μέρος του τοπικού Σλαβικού πληθυσμού, που δεν αμφισβήτησε την Βυζαντινή εξουσία και που διατηρούσε κάποια συγκρότηση, διέμενε πλέον στην σημερινή Γορτυνία και συγκεκριμένα στην περιοχή των Σκορτών, την σημερινή Καρύτενα, όπως αναφέρεται, στα Χρονικά της Φραγκοκρατίας.
Σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας η περιοχή δέχεται βόρειους πληθυσμούς και φυλές, πχ. Αλβανικής καταγωγής τον 14ο αιώνα, που όπως οι Σλάβοι, κουβαλούν και αυτοί τα δικά τους στοιχεία. Έτσι παρουσιάζονται και αμιγώς Αλβανικά χωριά, όπως το Μάζι ( Μαζέϊκα, είναι τα καλύβια του Μάζι ), το Ντάρα, το Συριάμου. Υπάρχει βέβαια η άποψη, ότι τα Σλαβικά τοπωνύμια, έφεραν στην περιοχή μας αυτοί οι Αλβανοί ,αλλά μικρή πιθανότητα έχει να είναι αληθής, καθόσον επιβεβαιωμένα υπήρχε Σλαβικός πληθυσμός στη Πελοπόννησο, τόσο στον Ταύγετο, όσο και στα Σκορτά.
Τον 13ο αιώνα και για διακόσια χρόνια, με ελάχιστα διαλείμματα, έχουμε Φραγκοκρατία. Στην κυριαρχία των Φράγκων, εναντιώνονται τοπικοί πληθυσμοί και μάλιστα αναδεικνύονται και ήρωες Αλβανικής και Σλάβικης καταγωγής, που υπηρετούν το Βυζάντιο ή τοπικές Ελληνικές εξουσίες πχ. το δεσποτάτο του Μυστρά, το οποίο εμφανίζεται σαν το πλέον αμιγώς Ελληνικό κράτος, μετά από δώδεκα περίπου αιώνες.
Οι οικισμοί των Φράγκων συστηματικά πλέον οχυρώνονται στα τείχη, τα λεγόμενα «κάστρα». Η Φραγκική εξουσία, προφυλάσσεται και συντηρείται και επιβάλλει το οικονομικό της σύστημα, με φρουρές σε αυτά τα κάστρα. Στην περιοχή της Στρέζοβας, έχουμε δύο τέτοια κάστρα.
Το ένα είναι στη περιοχή «Παλιόκαστρο», όπως λέγεται σήμερα, δίπλα από το μοναστήρι της Ευαγγελίστριας, που υδρευόταν από πηγή, που σήμερα την λέμε του «Χασάνη η βρύση». Αυτό το κάστρο λεγόταν «Strezza» και ανήκε, το πιθανότερο, στην Βαρωνεία των Καλαβρύτων.
Το άλλο κάστρο βρισκόταν στο Δρυμώνα, πάνω από το Λάδωνα στου Μούζη τον Πλάτανο, στο λόφο, που επίσης λέγεται «Παλιόκαστρο» και αυτό ανήκε στην Βαρωνεία της Άκοβα. Έτσι η μισή περιοχή της Στρέζοβας ανήκει στα Καλάβρυτα και η άλλη μισή, που περιλαμβάνει και την κοιλάδα του Λάδωνα, το καλύτερο και πιο εύφορο δημόσιο Γαλλικό κτήμα της Πελοποννήσου όπως λέγεται, ανήκει στην βαρωνεία της Άκοβα, που εδρεύει στο ομώνυμο κάστρο, που βρισκόταν στο σημερινό Βυζίκι της Αρκαδίας. Βαρώνοι του είναι:
Γκωτιέ ντε Ροζιέ I, Γκωτιέ ντε Ροζιέ II, η περίφημη κυρά της Άκοβα Μαργαρίτα κόρη του Βιλλαρδουϊνου Γουλιέλμου ή κοινά μονοβύζα, η Μαργαρίτα ντε Νεϊγύ του Πασσαβά( κατά το ένα τρίτο).
Άλλα γειτονικά κάστρα, είναι η Χώτσα του Βεσινιού, το Αβρότι του Σκουπιού, ο Τάρταρης του Σοπωτού, το κάστρο στο Τσαρούχλι και άλλα.
Όπως αναφέρει το Γαλλικό χρονικό, το 1279 μ.Χ., η Μαργαρίτα ντε Νεϊγύ κόρη του Βαρώνου του Πασσαβά, δικαιούτο την βαρωνεία της Άκοβα. Όμως αυτή κρατιόταν σαν όμηρος στην Κωνσταντινούπολη από τους Βυζαντινούς, με βάση κάποιους όρους που είχαν επιβάλλει οι Βυζαντινοί, σαν αποτέλεσμα νίκης τους, στο πεδίο των πολεμικών συγκρούσεων.
Κατά τον κανονισμό των Φράγκων, έπρεπε η Μαργαρίτα να παραστεί στην μεταβίβαση της Βαρωνείας, αλλά και να είναι ελεύθερη να διοικήσει. Έτσι έχασε τη Βαρωνεία, από τον ηγεμόνα της Αχαϊας Γουλιέλμο Βιλλαρδουϊνο. Όταν όμως απελευθερώθηκε, διεκδίκησε μέσω του μεγάλου Φράγκικου δικαστηρίου και πήρε, οκτώ από τα είκοσι-τέσσερα τιμάρια της Βαρωνείας.
Έτσι όπως λέει το Γαλλικό χρονικό, εκτός των άλλων, πήρε το τιμάριο της Κόκοβας, της Τοπόστας και επίσης το τιμάριο, που αποτελείτο από την Κερπινή και την μισή Στρέζοβα.
«Ensemble le casal de la Charpigny et la moitie d' Estransses», όπως ακριβώς αναφέρεται.
Εδώ, για πρώτη φορά, εμφανίζεται σε γραπτή πηγή η Στρέζοβα, με το Γαλλικό όνομα Εστράνσες. Η εποπτεία αυτού του τιμαρίου, γινόταν από δύο δευτερεύοντα κάστρα, το κάστρο του Δρυμώνα, όπως προείπαμε και το κάστρο της Κερπινής, απέναντι. Αυτό το τιμάριο, εθεωρείτο το πιο καλό και πιο εύφορο φράγγικο κτήμα της Πελοποννήσου και εδόθη με οικειοθελή υποχώρηση του Γουλιέλμου, σαν η καλύτερη αποζημίωση, για την αδικία που υπέστη η Μαργαρίτα, λόγω του αδιεξόδου της Φραγγικής νομοθεσίας, στην περίπτωση αυτή.
Εκτός από αυτή την Μαργαρίτα ντε Νεϊγύ, ξακουστή σαν κυρά της Άκοβα, είναι η άλλη Μαργαρίτα ή κοινά μονοβύζα ( με ένα στήθος κομμένο σαν αμαζόνα, αφού ήταν μακροχρόνια χήρα και διαχειριζόταν δυναμικά τις υποθέσεις της), κόρη του Γουλιέλμου Βιλλαρδουϊνου, που αναφέραμε παραπάνω, η οποία επί των ημερών της το 1300 μ.Χ. και μετά, έκτισε ή ανακαίνισε το περίφημο της «Κυράς το γεφύρι», για να συνδέει τα τμήματα της Βαρωνείας της, με τα τμήματά της, που βρισκόταν στην πάνω, από το Λάδωνα περιοχή, την Πέρα Μεριά, όπως επίσημα λεγόταν.
Τότε όμως τα δύο τμήματα, Στρέζοβα -Κερπινή, της Άλλης Μαργαρίτας της ντε Νεϊγύ, πρέπει να συνδέονταν με το λεγόμενο σήμερα «κομμένο γεφύρι» που γκρεμίστηκε επί Τουρκοκρατίας και συνέδεε το Κερπινέϊκο με το Ποδογορινό.
Το τιμάριο της Kokovax (Κόκοβα), συνδεόταν με το απέναντι τιμάριο της Toporitsa (Τοπόστα-Θεόκτιστο σήμερα), με το Φιλέϊκο γεφύρι, από το οποίο πιθανολογείται, ότι διάβηκε και ο Παυσανίας ο περιηγητής.
Μια άλλη μαρτυρία στην περίοδο της Φραγκοκρατίας, το 1437, είναι αυτή του Ιταλού αρχαιολάτρη περιηγητή Κυριακού, που πέρασε από τα Καλάβρυτα, και μαζί με τον Μέμνονα τον άρχοντα της Κερπινής, αναφέρει ότι βρέθηκαν για κυνήγι στις πηγές του Ρουφιά (Λάδωνα) και οι κυνηγοί που τους ακολουθούν, έχουν ψαρέψει ψάρια από το ποτάμι, αλλά και είχαν σκοτώσει ένα ελάφι και μία αρκούδα, της οποίας το τομάρι, πήρε ο περιηγητής.
Υπήρχαν δηλαδή αρκούδες στην περιοχή, τουλάχιστον μέχρι τον 15ο αιώνα μ.Χ.

Το 1387 μ.Χ. περιδιαβαίνει την Πελοπόννησο υπηρετώντας την «εταιρεία των Ναβαραίων», (συνασπισμένοι Ισπανοί τιτλούχοι ), ο Εμβρέν Μπέης και καταστρέφει κάστρα και οικισμούς της περιοχής μας.
Οι συγκρούσεις Βυζαντινών και Φράγκων είναι συχνή και μάλιστα χρησιμοποιούνται στις μεταξύ των διαμάχες και Τουρκικά μισθοφορικά τμήματα.
Έτσι η παρουσία στην Πελοπόννησο των Τούρκων έχει αρχίσει, πριν έρθουν σαν αυτόνομη εξουσία.
Ο Ελληνικός πληθυσμός ασυγκρότητος και χαμένος, υποτάσσεται και υπηρετεί πότε τους Βυζαντινούς και πότε τους Φράγκους.
Στην κατοχή των Τούρκων περνάει η περιοχή μας το 1458, όπως και όλη η επαρχία Καλαβρύτων.

Με την επικράτηση των Τούρκων είναι φυσικό η περιοχή να περνάει μια φάση σημαντικής ερήμωσης.
Όσοι αποτελούσαν τις φρουρές στα Φράγκικα κάστρα ή υπηρετούσαν την Φραγκική διοίκηση ή σκοτώθηκαν ή κρύφτηκαν ή κατέφυγαν σε κάστρα που δεν είχαν ακόμη αλωθεί. Μαζί τους έφυγαν και οι οικογένειές των, αλλά και ανάλογη τύχη, είχε και ο πληθυσμός, που εναντιώθηκε στους Τούρκους. Το ίδιο συνέβη και με τα κάστρα και τις πολιτείες που έλεγχαν οι Βυζαντινοί και συγκεκριμένα οι Παλαιολόγοι με το Δεσποτάτο του Μυστρά. Είναι όμως αλήθεια, ότι κάποιος πληθυσμός, δεν εναντιώθηκε στους Τούρκους, γιατί και η Φραγκοκρατία δεν ήταν συμπαθής σαν ξενόφερτη και καταπιεστική, με το φεουδαρχικό της σύστημα, αλλά και στο Βυζάντιο μιλάμε για αντίστοιχο δουλοκτητικό οικονομικό σύστημα με σκληρή εξουσία και νόμους για το λαό. Ο μικρός πληθυσμός μέσα και έξω από τα κάστρα της περιοχής μειώνεται δραματικά, αν δεν εξαφανίζεται, και μένουν οικογενειακοί οικισμοί αγροτών και βοσκών απομονωμένοι, αν όχι κρυμμένοι. Από την άλλη, η Τουρκική εξουσία προσπαθεί είτε με τη βία, είτε με κίνητρα, από την πρώτη στιγμή και το επιτυγχάνει σταδιακά, να συνενώσει σε οργανωμένους μεγάλους οικισμούς τον πληθυσμό, για να μπορεί 1) να αποφεύγει μεμονωμένες ενέργειες, όπως το πλιάτσικο(κλέφτικο) και να ελέγχει γενικευμένες ενέργειες, όπως οργανωμένες εξεγέρσεις και 2) να συγκεντρώνει και πιο εύκολα και πιο πολλούς φόρους, αφού και η παραγωγή και κυρίως το εμπόριο σε οργανωμένους οικισμούς, θα αναπτύσσονται.

Για την περιοχή μας την περίοδο αυτή, έχουμε την μόνη έντυπη μαρτυρία, το κατάστιχο τιμαρίων, που είχε καταρτιστεί από τους Τούρκους, το 1461/1463 μ.Χ., στις αρχές δηλαδή της εξουσίας τους και διασώζεται στη Εθνική βιβλιοθήκη «Κύριλλος και Μεθόδιος», της Σόφιας. Εκεί αναφέρεται ο αριθμός των φορολογούμενων οικογενειών, δηλαδή αυτών που έχουν εισόδημα και προφανώς, από δική τους περιουσία, ή από καλλιέργεια δημόσιας Τούρκικης γης. Βέβαια το Φραγκικό σύστημα κληρονομείται από την Τουρκοκρατία και η γη η μεν δημόσια μεταβιβάζεται ή στο Τουρκικό δημόσιο ή σε τοπικούς Τούρκους άρχοντες(αγάδες-μπέηδες), η δε ιδιωτική αυτών που αντιστάθηκαν ή έφυγαν, σε λίγους δικούς των ευνοούμενους Έλληνες. Αυτοί είναι και οι μελλοντικοί τσιφλικάδες, σε εμβρυακή μορφή τώρα.
Έτσι σε αυτό το κατάστιχο, δεν αναφέρεται κανένα άλλο γνωστό όνομα οικισμού της περιοχής, εκτός από την περιοχή (τιμάριο) 35 με το όνομα «Βεσίνι», (δεν γνωρίζουμε, αν κάποιος από τους άλλους υπάρχοντες οικισμούς, στο κατάστιχο αυτό, ήταν τότε οικισμός της περιοχής), με δεκατρείς(13) όλες Ελληνικές, (γιατί αναφέρεται σαφώς και η εθνικότητα και είναι αρκετές οι αναφερόμενες σαν «Αλβανικές») φορολογήσιμες μονάδες (οικογένειες). Δεν γνωρίζουμε που ήταν η θέση Βεσίνι, δεν ήταν σίγουρα η σημερινή. Ήταν στο φράγκικο κάστρο του Βεσινιού την Χώτσα; Ήταν κάτω στα Βεσινέϊκα δίπλα στην αρχαία Πάος; Το πιθανότερο ήταν οικισμός, όπως φαίνεται από ευρήματα, μέσα στο Κάστρο Χώτσα, το οποίο δεν αντιστάθηκε και δεν καταστράφηκε από τους Τούρκους. Έτσι, εκεί ήταν οργανωμένος και ασφαλής οικισμός και εκεί αρχικά ορίστηκε να γίνεται, η συγκέντρωση των φόρων και της αποδιδόμενης στους Τούρκους σοδειάς, από τις ιδιοκτησίες της ευρύτερης περιοχής «Στρέζοβα» (χωριό Στρέζοβα δεν υπήρχε ακόμη), όπου δεν υπάρχουν οργανωμένοι οικισμοί, παρά απομονωμένοι οικογενειακοί οικισμοί όπως προείπαμε π.χ. Ζαγορίτσα στον Αη Γιάννη με τους Ζηρογιανναίους, οι Λιναρδόπουλοι στο πάνω Χωριό και οι Λαππαίοι στο κάτω κ.λ.π. Άλλωστε 13 ιδιοκτησίες χωραφιών ή καλλιεργητές Τούρκικης Γης που απέδιδαν μέρος σοδειάς, σαν ενοίκιο (π.χ. η Βούτη ήταν Τούρκικη ιδιοκτησία, που δόθηκε στους Σπηλιοπουλαίους), για την εποχή εκείνη και με τέτοιο οικονομικό σύστημα, δεν είναι και λίγες, για μια τόσο μικρή περιοχή. Επίσης είναι σίγουρο, ότι η Τουρκική διοίκηση στις αρχές, δεν ήταν τόσο οργανωμένη για να μπορεί να συγκεντρώνει φορολογητέο εισόδημα (αρχικά, ένας οικισμός οχυρωμένος, ήταν πιο πρόσφορος για μια τέτοια δουλειά ), από μια περιοχή ορεινή, δύσβατη και απομονωμένη, της μακρινής από την Κωνσταντινούπολη, Πελοποννήσου, όπως ήταν η περιοχή της Στρέζοβας.
Συμπερασματικά, στην Αρχή της Τουρκοκρατίας, η περιοχή έχει πολύ λίγους κατοίκους, διασκορπισμένους, σε οικογενειακούς οικισμούς, ως επί το πλείστον. Αυτοί οι οικισμοί σταδιακά και με τις ευλογίες των Τούρκων, τροφοδοτούν με κατοίκους το νέο χωριό Στρέζοβα, αφού φτιάχνουν εκεί, τις κυρίως κατοικίες των, δεν εγκαταλείπουν όμως τους παλιούς οικισμούς των, γιατί εκεί έχουν τα χωράφια τους και διατηρούν τα κοπάδια τους. Έτσι εμφανίζονται Στρεζοβινοί, με σπίτια στο Χωριό, αλλά και σπίτια στο Μπιλάλι, στα Ρουμανέϊκα, στο Πηγάδι, στους Πετραίους, στο Τριστενό ή Καρούτες, στη Ζαγορίτσα, στο Πλιονέρι, στην Παλιοκατούνα, στη Λουκά, στο Νασέϊκο κ.λ.π.
Δεν είναι τυχαίο, για να ακολουθούμε και τις παραδόσεις και τις αφηγήσεις, να αναφέρουμε, για την παράδοση που λέει, για ένα μεγάλο λιθόστρωτο δρόμο από τους Πετραίους μέχρι τον Άγιο Δημήτριο, η οποία κουβαλάει μιαν αλήθεια, αν αναλογιστούμε την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην περιοχή μας, τους σιδερόφρακτους στρατιώτες με τα άλογά τους ή και ακόμα αυτές τις άμαξές τους, να ανεβοκατεβαίνουν στα οχυρά των λόφων των Πετραίων. Ακόμα, αλήθεια κουβαλάει η αφήγηση του Τσουκαλογιωργάκη (Παναγόπουλου), που έλεγε ότι, του έλεγε ο Παππούς του, ότι «οι Στρεζοβινοί, ήρθαν από τους Πετραίους», όπου προυπήρχε χωριό. Βέβαια τα πολλά ίχνη μαρτυρούν πολλά χωριά και οικισμούς πάνω στους Πετραίους (ίχνη στου Μπάτου Παναγιώτη και Φροσυνά αλώνι, τα επτά πηγάδια που υπήρχαν, ίχνη στη θεσεις Αϊ Θανάσης, στον Αϊ Λια, στην Τσούκα, στο Δρυμώνα(παλιόκαστρο ) κ.λ.π.( Οι Παναγόπουλοι, Θεοδωρόπουλοι και Παναγιωτακόπουλοι, ήρθαν από την Ηλεία και εγκαταστάθηκαν σε πρώτη φάση στους Πετραίους, στην Παλιοκατούνα, στο Μετόχι και Στένωμα. Μετά σταδιακά, ήρθαν στη Στρέζοβα).
Η Στρέζοβα λοιπόν σαν οργανωμένο χωριό δημιουργείται στις αρχές της Τουρκοκρατίας, περί το 1500 μ.Χ. και μετά και έτσι αποκτά και διοίκηση, Προεστό Χριστιανό, πέρα από τον τσιφλικά Τούρκο αγά με τη φρουρά του, την οποία συναντάμε, μέχρι τις μέρες της απελευθέρωσης. Η διοίκηση λοιπόν ασκείται από τον προεστό (κάτι σαν δήμαρχο), μαζί με τους κοτζαμπάσηδες που μαζεύουν τους φόρους, αλλά η ουσιαστική τοπική εξουσία ασκείται από τον αγά τον Τούρκο τσιφλικά της περιοχής. Την περίοδο αυτή περίπου, κτίζεται και ο ναός της Παναγιάς. Προϋπάρχει όμως, ο Βυζαντινός ναός του Αγίου Νικολάου, που αργότερα, γίνεται ναός της Αγίας Παρασκευής.

Το Μοναστήρι της Ευαγγελίστριας κάτω από την Καρακοφωλιά και πάνω από το λόφο Κοφίνια, όπου υπήρχε το Φράγκικο κάστρο, έχει γίνει σε πολλές φάσεις.
Μια άποψη αναφέρει ότι κτίστηκε κατά τον 11ο έως 13ο αιώνα περίπου, δηλαδή επί Βυζαντίου και προυπήρχε του Χωριού γιατί α) οι χαρακτήρες των γραμμάτων του ναού, είναι Βυζαντινού τύπου β) η μονή καλείτο Βασιλική, δηλαδή κτιζόταν με την πρόνοια του μεγάλου Βασιλέως της Πόλης, επί Βυζαντινής αυτοκρατορίας και γ) η ύπαρξη του ναϊσκου «Άγιος Μάμας» μαρτυρά ερχομό στο χώρο αυτό Μικρασιατών (ο Άγιος Μάμας είναι τοπικός άγιος της Μ. Ασίας ) και το πιθανότερο, να ήρθαν καλόγεροι Μικρασιάτες, οι λεγόμενοι στρατοκαλόγηροι, έμπειροι στα πολεμικά, πιστοί στον Αυτοκράτορα, με τους οποίους επάνδρωνε μονές, που είχε κτίσει, για να προστατεύουν τα συμφέροντα της Αυτοκρατορίας από τους εχθρούς της. Όσοι απορρίπτουν αυτή την άποψη ισχυρίζονται, ότι βυζαντινά γράμματα χρησιμοποιούνται και σε μετέπειτα των βυζαντινών, χρόνους ή «κατ΄απομίμησιν», «Βασιλική» αποκαλούσαν την μονή τους οι καλόγεροι για να της δίνουν ιδιαίτερη αξία και Μικρασιάτες ήρθαν στην περιοχή σε υστερότερους χρόνους, ισχυρισμοί όχι τόσο ισχυροί, αν λάβουμε υπ΄ όψη μας, συνοδικό σιγίλιο του 1741 και σφραγίδα του 1679, που χαρακτηρίζουν τη μονή Βασιλική. Άλλη άποψη, από παράδοση, αναφέρει σαν χρόνο δημιουργίας της μονής, τον 14ο αιώνα και κτήτορες τους μοναχούς, Κύριλλο και Ιερεμία. Η περίοδος αυτή είναι περίοδος Φραγκοκρατίας και κυριαρχίας του Δεσποτάτου του Μυστρά.
Η πιο αληθοφανής άποψη, και αυτή που συμφωνεί, με εκτιμήσεις αρχαιολόγων, (οι αγιογραφίες μαρτυρούν 16ο αιώνα), είναι ότι κτίστηκε επί Τουρκοκρατίας, παράλληλα με την κατοίκηση του Χωριού. Σε τούτο συνηγορεί και η μεγάλη του περιουσία η οποία διογκώθηκε με τα προνόμια της Οθωμανικής νομοθεσίας.
Όμως δεν μπορεί να απορρίψεις με ευκολία, τις προηγούμενες απόψεις, περί του χρόνου κτήσης της μονής. Το πιθανότερο είναι να συμβαίνέι η πρώτη άποψη, χωρίς να έρχεται σε αντίθεση με τις άλλες. Διότι τα κτίσματα κατασκευάζονται και ανακατασκευάζονται σχεδόν πάντα σε διάστημα 100 ή 200 χρόνων. Εδώ σήμερα σε διάστημα 200 περίπου χρόνων ξέρουμε ότι η μονή, κατεστράφη δύο φορές το 1770 από τους Αλβανούς, μετά τα Ορλωφικά και το 1826 από τον Ιμπραήμ, ανοικοδομήθηκε το 1830, διαλύθηκε με βασιλικό διάταγμα το 1833 και αποκαταστάθηκε πάλι τον ίδιο χρόνο ,κτίστηκε ένα τμήμα του περιβόλου, που είχε γκρεμιστεί και το 1854 διαλύθηκε για πάντα, πάλι με διάταγμα και με την βούληση, αν όχι την πίεση των Στρεζοβινών, για να πάρουν την περιουσία της, πέρασε μια φάση ερήμωσης 120 χρόνων, με μικρές παρεμβάσεις(;) συντήρησης, ώσπου το 1979 ανακαινίστηκε(!!!) και κατοικήθηκε από μια μοναχή.
Η μονή λοιπόν, μπορεί να κτίστηκε τον 11ο αιώνα, να άκμασε για κάποια χρόνια, να πέρασε φάση ερήμωσης, να γκρεμίστηκε κάποιο τμήμα της, μετά να ξανακτίστηκε, από τους δύο προαναφερόμενους μοναχούς τον 14ο αιώνα, να ξαναγιογραφήθηκε και ίσως πολλές φορές στην ιστορία της και έτσι να έχουμε αγιογραφίες του 16ου αιώνα και τον περίβολο κτισμένο τον 17ου αιώνα, όπως εκτιμάται σήμερα.
Εδώ επίσης, μπαίνει ένα μεγάλο ερώτημα. Γιατί το θρησκευτικό πανηγύρι της Στρέζοβας γίνεται της Αναλήψεως, αφού δεν υπάρχει ομώνυμη εκκλησία, όπως γίνεται με τα θρησκευτικά πανηγύρια όλων των χωριών. Που υπήρχε αυτή η εκκλησία; (γιατί σίγουρα πρέπει, να υπήρχε).Τι ήταν το Παλιομονάστηρο; στην περιοχή κάτω από τους Πετραίους και πάνω από την Παλιοκατούνα; Ήταν αρχαίος Ναός (απίθανο ) ή Χριστιανικό παλιό, Βυζαντινό μοναστήρι; Το πότε και πως καταστράφηκε είναι άγνωστο, και τα ίχνη ελάχιστα, που όμως, ήταν αφιερωμένη η εκκλησία του;
Μια άποψη και είναι η πιο πιθανή, είναι, ότι το Παλιομονάστηρο, υπήρχε πριν συγκροτηθεί σε χωριό η Στρέζοβα, ήταν της Αγίας Ανάληψης και είχε πανηγύρι στο χώρο του, την ημέρα της Αναλήψεως για όλους του γύρω οικισμούς, που έχουμε αναφέρει. Με την κατοίκηση όμως της Στρέζοβας επί Τουρκοκρατίας οι κάτοικοι και από την Στρέζοβα, για ένα διάστημα εξακολουθούσαν, να επισκέπτονται το μοναστήρι την ημέρα της γιορτής του, αφού είναι οι ίδιοι που μετοικήσανε από τους γύρω από το μοναστήρι οικισμούς, το θρησκευτικό πανηγύρι το διατηρούν, όμως το γλέντι μεταφέρεται και γίνεται πάνω στο δρόμο της επιστροφής στο χωριό (από τις Αλίστρες) και στην είσοδο του χωριού και στο πιο πρόσφορο μέρος, που είναι η θέση Μουριές (σημερινό αμπέλι Κατσίρα) στον Άη Δημήτρη. (Η ύπαρξη νερού εκεί, παίζει σπουδαίο ρόλο).
Ακμάζει όμως, το Μοναστήρι της Ευαγγελίστριας, που είναι από πάνω, από το ανερχόμενο χωριό, τη Στρέζοβα, το παλιομονάστηρο εγκαταλείπεται (ίσως να μην ήταν κτίσμα μεγάλο ή καλής δόμησης), οι υπάρχοντες καλόγεροι ίσως μεταφέρονται στο καινούριο και πιο πλούσιο μοναστήρι, όμως το θρησκευτικό πανηγύρι, με την προσήλωση των κατοίκων στην παράδοση, εξακολουθεί να γίνεται της Αναλήψεως, γιορτή, για μια εκκλησία, που εγκαταλείφτηκε και έπεσε ή καταστράφηκε(άγνωστο). Το μοναστήρι της Ευαγγελίστριας λειτουργεί και της Αναλήψεως πλέον, τα γλέντια όμως, ως επί το πλείστον, εξακολουθούν να γίνονται στις Μουριές. Κάποιοι προσπαθούν να μεταφέρουν τα γλέντια, στον χώρο μπροστά από την Παναγιά και αυτοί είναι οι κάτοικοι γύρω από την Παναγιά, όμως οι Μουριές κυριαρχούν μέχρι, που και αυτές σιγά -σιγά εξασθενούν, με την δημιουργία, πολύ αργότερα, της πλατείας της Αγίας Τριάδας (1872).
Πολλά κτήματα της περιοχής(Μετόχι), περιέρχονται, λόγω των προνομίων των μοναστηριών γενικά επί Τουρκοκρατίας, στο μοναστήρι της Ευαγγελίστριας, και το χωριό έχει με το μοναστήρι του πλέον, μια παράλληλη πορεία.
Μια σφραγίδα της μονής, που υπήρχε του 1679, γράφει: «Σφραγίς της βασιλικής μονής κυρίας Ευαγγελιστρίας Στρεζόβης+1679». Βασιλική είπαμε είναι μια μονή που ανήκει στον βασιλέα αυτοκράτορα του Βυζαντίου και κυρία είναι μια μονή που υπάγεται απ΄ευθείας στο Πατριαρχείο. Μια νεώτερη σφραγίδα του 1702 γράφει: «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΕΠΑΝΩ ΟΡΟΥΣ ΣΤΡΕΖΟΒΑΣ ΑΨΒ» και είναι την περίοδο που το μοναστήρι, με μοναστηριακές αναδιατάξεις τοποθετείται (μάλλον λόγω επιχορηγήσεων) υπό τον επίσκοπο Ωλένης(Ηλιείας).Το να βγει νέα σφραγίδα και να μην έχει τον όρο «κυρία», είναι λογικό, αφού πλέον υπάγεται στον Ωλένης. Όμως γιατί γίνεται συγκεκριμένος γεωγραφικός προσδιορισμός «ΕΠΑΝΩ ΟΡΟΥΣ»; Υπήρχε άλλη μονή; Υπήρχε άλλη (έστω Ευαγγελίστρια) πριν, σε άλλο μέρος της Στρέζοβας που μεταφέρθηκε και χρειάστηκε πλήρης γεωγραφικός προσδιορισμός; Είναι ένα εύλογο ερώτημα, που συνηγορεί υπέρ της εκδοχής, περί παλιομονάστηρου.

Η Στρέζοβα (οι έντυπες πηγές είναι ακόμη λίγες, καθώς και οι παραδόσεις και αφηγήσεις) από τον 16ο αιώνα συγκροτείται, σαν οργανωμένο χωριό, αλλά και τον 17ο αιώνα, δεν συναντάμε πηγές που να λένε για σημαντικά έργα υποδομής. Σίγουρα υπάρχουν οι πρώτες βρύσες, τα πρώτα δρομάκια ή μονοπάτια που γίνονται, από το καθένα προσωπικά και όχι από κάποια γενική αρχή. Τότε εφημεριακός ναός του πάνω χωριού γίνεται η Παναγιά (Γενέθλια της θεοτόκου). Υπάρχει στο ναό επιγραφή που αναφέρει τα παιδιά του ιερέα Ρήγα, καθώς και μια σειρά μοναχών, με χρονολογία το 1651. Αυτό σημαίνει, ότι συναντάμε έναν ιερέα που έχει γεννηθεί τουλάχιστον, πριν το 1620. Η επιγραφή είναι από χέρι ζωγράφου, που μπορεί να ήταν ο ίδιος, αφού επιβάλλει έτσι σε μνημόνευση, όλα τα παιδιά του. Μετά από αυτή τη μαρτυρία και από άλλη πηγή, έχουμε σαν ιερέα στην Παναγιά, τον παπά-Ιωάννη Λιναρδόπουλο γεννηθέντα το 1680.

Εκεί που έχουμε την σπουδαία πηγή και γνωρίζουμε πλέον, τι γίνεται στην περιοχή ,είναι με την απογραφή του 1700 μ.Χ. επί της κτήσης της Πελοποννήσου, από τους Ενετούς, για τριάντα χρόνια, από το 1685 έως το 1715 μ.Χ. Αναφέρονται όλα τα χωριά, Στρέζοβα, Κερπινή, Ποδογορά, Βεσίνη, Σκούπι, Σοπωτό κλπ. Η Στρέζοβα αναφέρεται σαν «Stresova» με 58 οικογένειες και ο πληθυσμός της, φαίνεται στον παρακάτω πίνακα:

Ηλικίες Άνδρες Γυναίκες ΣΥΝΟΛΑ
1-16 ετών 76 41 117
16-30 21 21 42
30-40 20 30 50
40-50 20 12 32
50-60 9 υπάρχουν μαζί στον από κάτω αριθμό 15  
60 και πάνω 8 15 32
ΣΥΝΟΛΑ 154 119 273

Εντύπωση προκαλεί ο μεγάλος αριθμός νέων έως 16 ετών, είναι 117 άτομα, με πολλά αγόρια και ο μικρός αριθμός υπερηλίκων, με τα σημερινά δεδομένα.Επίσης τις γυναίκες από 50 και πάνω, τις κατατάσσει στις υπερήλικες και δεν κάνει τον κόπο, να έχει ξεχωριστή κατηγορία, 50-60 ετών, όπως κάνει με τους άνδρες.
Μετά το 1700 στο πάνω χωριό η οικογένεια που κυριαρχεί, με τσιφλίκια και μια σειρά ιερέων στην Παναγιά είναι οι Λιναρδόπουλοι, μετέπειτα Σπηλιόπουλοι. Αυτό αναφέρεται από αφηγήσεις, αλλά αποδεικνύεται και από το συμπεθέριασμα της οικογένειας με τον Ελληνικής καταγωγής μπέη του Τσιορωτά (κάτοχο πάρα πολλών τσιφλικιών ) Σπηλιωτάκη Τσερνωτά ή Τσερνοτάμπεη. Περίπου όλες οι άλλες οικογένειες του πάνω χωριού κινούνται γύρω από αυτήν την οικογένεια, είτε σαν βοσκοί των κοπαδιών, είτε σαν υπηρέτες ή στην καλύτερη περίπτωση σαν σέμπροι. Στο κάτω χωριό, δεν υπάρχει η μεγάλη οικογένεια (Οι Φαρσήδες ήρθαν αργότερα από το Σκούπι), από ότι φαίνεται, λίγοι είχαν δική τους γη και γι αυτό δούλευαν στα Τούρκικα ή στα μοναστηριακά. Στο οργανωμένο πλέον χωριό έρχονται και εγκαθίστανται τεχνίτες του υφάσματος (π.χ. Τερζήδες από Ήπειρο), τεχνίτες του ξύλου και του μέταλλου, όπως μαραγκοί ,βαγενάδες, γύφτοι, γανωτήδες και άλλοι. Ταυτόχρονα λειτουργούν στην περιοχή, γυρολόγοι έμποροι ή εγκαθίστανται μόνιμα έμποροι (π.χ. Μπουσιουταίοι από Αρκουδόρεμα Μαινάλου).
Το 1732 φτιάχνεται από κάποιον Σωτήριο Γεωργίου Σπηλιοτόπουλο η θολωτή(!) βρύση του Αγίου Ανδρέα.

Η Στρέζοβα και κυρίως το μοναστήρι της, (οι κάτοικοι κατέφυγαν στα ορεινά), παθαίνει μεγάλες ζημιές, στην περίοδο 1767-70 μετά την αποτυχία της επανάστασης υπό τον Ορλώφ, όταν οι Αλβανοί, που έφεραν για ενίσχυση οι Τούρκοι στην Πελοπόννησο, λαφυραγώγησαν την μονή, όπως και όλους τους ναούς της Στρέζοβας, τους δε γέροντες μοναχούς, που δεν κατέφυγαν στα βουνά, τους συνέλαβαν και τους πούλησαν σαν σκλάβους.
Το 1778-79, όταν οι Αλβανοί αυτοί, μη νομοταγείς τώρα, αφού είχε λήξει ο προορισμός τους και αυτοί εξακολουθούσαν, να λυμαίνονται το μοναστήρι, όλη την περιοχή και τα έσοδα του Οθωμανικού κράτους, ήρθε καταδιώκοντας, κατασφάζοντας και διασκορπίζοντας αυτούς, ο Τούρκος πασάς Χασάν. Στρατοπέδευσε στο πλησίον του μοναστηριού φράγγικο κάστρο και λύτρωσε την περιοχή από τους Αλβανούς. Οι κάτοικοι επανέκαμψαν και αρχίζει για το χωριό η καλύτερη μέχρι τώρα περίοδος εποίκησής του. Νέοι κάτοικοι έρχονται και από άλλα μέρη της Πελοποννήσου (Μεσσηνία, Ηλεία κ.λ.π.), πλέον τώρα, και το χωριό αυξάνει περισσότερο πληθυσμιακά. Η βρύση, που βρίσκεται στο μέρος που στρατοπέδευσε ο Χασάν Πασάς, μέχρι σήμερα, λέγεται «του Χασάνη η βρύση».
Η Απάνω Βρύση φτιάχνεται, από τον Σπήλιο Λιναρδόπουλο το 1803. Ο Σπήλιος Λιναρδόπουλος εξ΄ού το Σπηλιόπουλος, ήταν γιος του Παναγιώτη Λιναρδόπουλου, εγγονός του Σπηλιωτάκη Τσερνωτά, που έχουμε αναφέρει και πήρε το όνομά του και εγγονός του παπα-Γιάννη Λιναρδόπουλου, που έφερε τον τίτλο «Οικονόμος». Έτσι στο κάτω χωριό στον αριστερό δρόμο από τον Άγιο Παντελεήμονα που πάει προς τα κάτω, από τον παπα-Οικονόμο κτίστηκε η βρύση Λάππα (τώρα έχει γκρεμιστεί και απέναντί της υπάρχει άλλη), που λεγόταν «βρύση Οικονόμου» ,ενώ την άλλη βρύση, δεξιά του Αγίου Παντελεήμονα προς τα Βλαχέϊκα, που την έκτισε ο ίδιος, την λένε «βρύση της Παπαδιάς», προς τιμήν της συζύγου του.

Στις παραμονές της επανάστασης η Στρέζοβα και οι γύρω οικισμοί (μέχρι αργά στην Παλιοκατούνα, γινόταν αυτόνομη απογραφή και προστίθετο, σε αυτήν της Στρέζοβας), εκτιμάται ότι είχε περισσότερους από 700 κατοίκους, αφού το 1700 είχε 273 και το 1851 είχε 1075.

Στις 16 Μαρτίου του 1821 οι ληστές Χονδρογιανναίοι, που λέγεται ότι είχαν καλές σχέσεις με τους Ζαϊμαίους, στους οποίους ληστές ,συμμετείχαν και οι Στρεζοβινοί Πετριώτες ή Πετιώτες, ληστεύουν στη Χελονωσπηλιά, κάτω από τις πηγές του Λάδωνα, Τούρκικη χρηματαποστολή, αφού σκοτώνουν αρκετούς από τους φρουρούς. Το μερίδιό που πήραν οι Πετριώτες, λέγεται ότι βρέθηκε αργότερα στους Πετραίους και ότι αυτοί σκοτώθηκαν σε κάποιες αψιμαχίες, της περιοχής Πλιονέρι. Αυτή η ενέργεια θεωρείται σήμερα σαν η πρώτη επαναστατική πράξη, γιατί για εκείνη την εποχή μια τέτοια ενέργεια ήταν σπουδαία και από το μέγεθός της, αλλά και γιατί έκθετε μεγάλες οικογένειες και θα έφερνε μεγάλη αναστάτωση και τιμωρία, πράγμα που δεν έγινε, γιατί ήρθε η πλημμυρίδα της επανάστασης.
Έκτοτε η Στρέζοβα εμφανίζεται συνεχώς σε γραπτές πηγές και περισσότερο την περίοδο της επανάστασης του 21, όπου, όπως όλη η επαρχία Καλαβρύτων, πρωταγωνιστεί με προσφορά στρατιωτικών δυνάμεων και εφοδίων. Τον πρώτο λόγο στον αγώνα είχε ο κλήρος, με μπροστάρη τον εφημέριο στην Παναγιά, παπά Αναστάση Σακελλαρίου. Αυτός μυημένος στην επανάσταση προετοίμαζε την εξέγερση στην περιοχή.
Η Στρέζοβα συμμετείχε ολόψυχα στον αγώνα από την πρώτη στιγμή. Στις πρώτες μέρες της επανάστασης ο αγάς της Στρέζοβας Ασήμ Μουκαπελετζής, σκοτώθηκε από την φρουρά του στη Χόβολη. Το σπίτι του Ασήμ Αγά στη Στρέζοβα, ήταν αυτό του Κωστή Τερζή, του δάσκαλου και ήταν ένα από τα έξη, που δεν έκαψε ο Ιμπραήμ, γιατί ήταν Τούρκικα. Οι οικογένειες των Τούρκων που έμεναν στα χωριά μας, όπως έγινε και σε όλη την Πελοπόννησο, κατέφυγαν στην Τρίπολη ή στο Λάλα.
Το πρώτο στρατόπεδο της περιοχής, στήθηκε στο Λεβίδι όπου, φυλασσόταν το πέρασμα, προς την πρώτη εξεγερμένη περιοχή, τα χωριά της επαρχίας Καλαβρύτων. Αρχικά οι Στρεζοβινοί με επικεφαλής (καπετάνιο), τον Θεόδωρο Αναγνώτη Σπηλιόπουλο ή Πιτσουνά, έσπευσαν και εντάχτηκαν στο στρατόπεδο αυτό, που είχε 500 άτομα, από τα χωριά της επαρχίας Καλαβρύτων και λίγους εντοπίους Λεβιδαίους. Εκεί έγινε και η πρώτη νικηφόρα μάχη της Επανάστασης, στις 15-4-1821, όπου σκοτώθηκε ο θρυλικός γέρο Στριφτόμπολας, από την Κέρτεζη. Από αυτή την μάχη, δεν μπορούσε να λείπει, ο φλογερός παπά -Αναστάσης Σακελλαρίου.
Αφού εξασφαλίστηκε, ότι οι Τούρκοι δεν θα τολμήσουν να εκστρατεύσουν από την Τρίπολη κατά της επαρχίας Καλαβρύτων, οι δυνάμεις της Στρέζοβας, αποδεσμεύτηκαν και κατευθύνθηκαν στο Λάλα και πήραν μέρος στην πολιορκία του, με χώρο ευθύνης, την οχυρή θέση Πούσι. Εκεί οι Στρεζοβινοί πήγαν σε πανστρατιά, άνδρες, γυναίκες (Η Μαστρομπαλάση Μαρία σκοτώθηκε εκεί, με τον αδελφό της Γιώργη), ακόμη και παιδιά ( ο Αναστάσης Μπουσιούτης, ήταν 13 χρονών, που με τον φίλο του, Τάγαρη από το Σκούπι, συμμετείχε στις μάχες σαν γεμιστής των τουφεκιών των σκοπευτών). Η Στρέζοβα αστυνομικά ανήκε στο Λάλα, ένα χωριό που κατοικείτο από Αλβανούς, πιστούς στους Τούρκους, οι οποίοι επάνδρωναν τα αστυνομικά αποσπάσματα που καταπίεζαν την περιοχή και συνεπώς και την Στρέζοβα. Η εφαρμογή του νόμου ήταν άδικη και μεροληπτική, υπέρ των αγάδων, των κοτσαμπάσηδων και των τσιφλικάδων και οι τιμωρίες μεγάλες για το λαό. Για αυτό και οι Στρεζοβινοί έτρεξαν στο Λάλα, όχι απλά με προθυμία, αλλά με φανατισμό και ενθουσιασμό, γιατί οι περισσότεροι είχαν με τους Λαλαίους, ανοιχτούς προσωπικούς λογαριασμούς.
Για τις πρώτες μέρες της επανάστασης στη Στρέζοβα έχουμε από τα απομνημονεύματα του Κανέλλου Δεληγιάννη:
1. «τόμος-1 σελίδα 150: Ο Κωνσταντάκης Δεληγιάννης με διακόσιους πήγε στα μέρη της Κερπινής και της Στρέζοβας, να ιδούν οι κάτοικοι και να τρέξουν στα στρατόπεδα που έστηναν οι Έλληνες (πριν τις 23 Μαρτίου, γιατί παρακάτω στις 23 Μαρτίου, αναφέρεται σε επόμενο επεισόδιο)»
Δηλαδή η Στρέζοβα, έζησε τις φανταστικές πρώτες ώρες του ξεσηκωμού, με τους 200 του Δεληγιάννη, που πέρασε από το χωριό, τους έκανε να πιστέψουν στην επανάσταση και από τότε να διαθέσουν τα πάντα για τον αγώνα. Δεν διασώζεται καμμιά λεπτομερής αναφορά, για αυτές τις στιγμές του χωριού, όπου σύσσωμος ο κόσμος υποδέχεται τους επαναστάτες, ενθουσιάζεται, ζητοκραυγάζει και στρατολογείται, σκηνές αναστάτωσης, συγκίνησης, μέχρι να έρθουν οι ώρες της περίσκεψης των πρώτων μαχών, των απωλειών και των ποικίλων συναισθημάτων που έδωσε η πολυετής πορεία της επανάστασης, όπου η Στρέζοβα ήταν στους πρωταγωνιστές. Ένα πρώτο συμπέρασμα που βγαίνει, είναι ότι οι Δεληγιανναίοι αρχηγοί, υπολόγιζαν την Στρέζοβα σαν σημαντικό τροφοδότη και σε έμψυχο και σε άψυχο υλικό και φρόντισαν πολύ νωρίς, να την εντάξουν στα επαναστατημένα χωριά. Επίσης η κινητικότητα και η επαναστατική διαδικασία στα χωριά μας είχε ξεκινήσει πολύ πριν τις 25 Μαρτίου.
2. «τόμος-1 σελίδα 167-168: Αναφέρει ότι στην προσπάθεια να σιγουρέψουν οι Λαγκαδινοί αρχηγοί τις οικογένειές τους, σκέφτονται και στέλνουν αυτές στη Στρέζοβα. Μετά από μέρες, έρχονται και αυτοί προς συνάντησή των στη Στρέζοβα, στο κεφαλόβρυσο κάτω από αυτήν, (σχόλιο: ίσως εννοεί τον Αη Δημήτρη ή τον Κάκαβο ).»
Δηλαδή, όπως επίσης φαίνεται, οι Δεληγιανναίοι έστειλαν για σιγουριά τις οικογένειές τους στη Στρέζοβα (στο μοναστήρι, όπως αναφέρεται και από άλλη πηγή, «ο Γέρος του Μωριά» Σπύρου Μελά ), γιατί οι πρωταγωνιστές της εξέγερσης, θεωρούσαν ασφαλές και απρόσιτο μέρος την Στρέζοβα, καθώς και τους ανθρώπους της, πιστούς στην επανάσταση και έμπιστους.
3. «τόμος-1 σελίδα 187: Αναφέρει κατά τον ξεσηκωμό, ότι την Δευτέρα του Πάσχα 20-4-21, είχαν φθάσει πρεσβείες από τα χωριά Λειβάρτζι, Λεχούρι, Σοπωτό και Στρέζοβα, που ζητούσαν από τον Καν. Δεληγιάννη να στείλει μια κεφαλή εκεί, για να στήσει ένα στρατόπεδο και να τους συγκεντρώσει, γιατί επικρατούσε πολυαρχία ή μάλλον αναρχία.»
Ένα συμπέρασμα που βγαίνει εδώ, σε σχέση με την πολυαρχία, είναι ότι, μπορεί ο Πιτσουνάς να ήταν ο πρώτος, που έφτιαξε τον πρώτο Στρεζοβινό στρατό, όμως, με την επανάσταση εμφανίστηκαν και άλλοι για επικεφαλείς, είτε κληρικοί, είτε κάποιοι που είχαν επιρροές από άλλες μεγάλες οικογένειες ( Πετμεζάδες, Ζαϊμαίοι), είτε γιατί η επανάσταση έγινε υπόθεση και κοινωνική και δεν ήταν υπόθεση των αρχοντόπουλων, όπως ήταν ο Πιτσουνάς, που παρ΄όλα αυτά, ήταν φιλελεύθερος και αντίθετος με τους προεστούς των Λαγκαδίων και των Καλαβρύτων και οπαδός του Κωλέττη.
Σε έγγραφο που υπάρχει αναφέρεται πολύ αργότερα το 1833, υπάρχει η επιτροπή ευταξίας των χωριών που υπογράφουν και οι Στρεζοβινοί: σακελάρηος παπαστάθης, αναγνώστης γαροφάλης, αναστάσης αλεξόπουλος ,αναγνώστης παπαδόπλος και γιανάκης λάπας.

Η Στρέζοβα συμμετείχε στον αγώνα με τροφές και εφόδια, καθ΄ ότι η Στρέζοβα χαρακτηρίζετο την εποχή εκείνη σαν ο σιτοβολώνας της κεντρικής Πελοποννήσου.
Στις δύσκολες μέρες της επανάστασης, οι Στρεζοβινοί έζησαν και τις θλιβερές μέρες του μεγάλου διχασμού. Την διαμάχη των στρατιωτικών με τους τοπικούς αρχοντες (Δελληγιανναίους, Ζαϊμαίους).Συνεχίζοντας έχουμε κατά περίπτωση, κομμάτια από τα απομνημονεύματα του Κανέλλου Δεληγιάννη:
«τόμος-2, σελίδα 216: Αναφέρει ότι ο Κωλέττης (υπουργός εσωτερικών και τάξης της κυβέρνησης ) έκαμε τη Στρέζοβα, κέντρο του γενικού Στρατοπέδου του, όπου μαζεύοντο καπετάνιοι και στρατιώτες, στους οποίους μοίραζε υψηλούς βαθμούς και λίρες, προκειμένου να εκστρατεύσει κατά των Δεληγιανναίων και άλλων αρχόντων.
σελίδα 223: ΄Οντως ο Κωλέττης αναχωρεί από Στρέζοβα και φτάνει στα Λαγκάδια, από τα οποία έχουν φύγει οι Δεληγιανναίοι.
σελίδα 261: Αναφέρει την Στρέζοβα σαν τόπο όπου έφτασαν για να κρυφτούν οι Ανδρέας Ζαίμης και Ανδρέας Λόντος που κατεδιώχτησαν από την κυβέρνηση Κουντουριώτη-, Μαυροκορδάτου-Κωλέττη.»

Η Στρέζοβα ήταν στην μέση της απόστασης Καλάβρυτα Λαγκάδια, όπου ήταν οι Άρχοντες, Δεληγιανναίοι, Ζαϊμαίοι, Λόντοι κ.λ.π., που αντιδικούσαν με την Κυβέρνηση. Αυτό βόλευε πολύ τον διώκτη τους Κωλέττη. Επίσης η Στρέζοβα βόλευε, γιατί διέθετε πολλές τροφές και εφόδια. Αλλά το σημαντικώτερο ήταν, ότι στη Στρέζοβα ο Κωλέττης είχε σημαντικούς φίλους, όπως τον Πιτσουνά, που τον έκανε γραμματέα του. Για αυτό από αυτούς τους άρχοντες και με την συνδρομή του Κολοκοτρώνη, που προσπαθούσε να κρατήσει ισορροπίες, ο Πιτσουνάς κατηγορήθηκε, ότι είπε «πως ο Ζαϊμης έφερε τον Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο», φυλακίστηκε και του δημεύτηκε μεγάλο μέρος της μεγάλης περιουσίας του. Ένα άλλο, που δείχνουν εδώ τα απομνημονεύματα, είναι ότι όλοι είχαν στη Στρέζοβα, τους υποστηρικτές τους( Ο παπα Στάθης Δημητρακόπουλος είχε παντρευτεί συγγενή του Πλαπούτα και ήταν κουμπάρος του Κολοκοτρώνη), συνεπώς και οι άρχοντες είχαν τους δικούς τους, όπου έβρισκαν καταφύγιο. Δηλαδή η Στρέζοβα ήταν τότε, ένα χωριό και εσωτερικά διχασμένο, στο επίκεντρο της διαμάχης και του διχασμού.
Επόμενη περίοδος είναι η περίοδος Ιμπραήμ. Οι Στρεζοβινοί, δεν προσκύνησαν και αντιστάθηκαν στον Ιμπραήμ, με μάχη στην είσοδο του χωριού, τη μάχη της Κοτρώνας, στο σημερινό δημοτικό σχολείο, και το χωριό καθώς και το μοναστήρι του, λεηλατήθηκαν και κάηκαν.
Ετσι για την εποχή αυτή 1825 και μετά υπάρχουν πολλές αναφορές του Κανέλου Δεληγιάννη για τη Στρέζοβα:
«τόμος-3 σελίδα 55: Αναφέρει ότι ο Λόντος και οι Νοταραίοι, ανεχώρησαν αμέσως από τα κινδυνεύοντα από τους Τουρκοαιγυπτίους του Ιμπραήμ Λαγκάδια, για την Στρέζοβα. Ο Ζαίμης που καθυστέρησε να φύγει για τη Στρέζοβα, εκινδύνευσε στης κυράς το γεφύρι.
τόμος-3 σελίδα 57: Αναφέρει ότι ο Σαμή Εφένδης με τμήμα στρατού του Ιμπραήμ, καταλαμβάνει τα χωριά Στρέζοβα, Ξυροκαρύτενα, Συριάμου και Βάχλια.
τόμος-3 σελίδα 58: Ο Ιμπραήμ αποφασίζει να περάσει από τη Στρέζοβα και παει προς τα Καλάβρυτα.
τόμος-3 σελίδα 59: Αναφέρει τις λεηλασίες από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ στα τέσσερα χωριά Στρέζοβα, Ξυροκαρύτενα, Συριάμου και Βάχλια.Οι κυνηγημένοι Δεληγιανναίοι περνούν από τον Αγιο Πέτρο ψηλά στα Αφροδίσια που είναι και αρχαίος ναός της Αφροδίτης.»

Επίσης τα απομνημονεύματα του Γενναίου Κολοκοτρώνη γιού του «Γέρου του Μωριά» αναφέρουν περίπου τα ίδια:
«Παράγραφος 71 σελίδα 129: Αναφέρει με τον Ιμπραήμ διάφορες αψιμαχίες και σε μια κατάσταση σύγχυσης, αναχώρηση του Ιωάννη Νοταρά και Ανδρέα Λόντου για τη Στρέζοβα.
Παράγραφος 75 σελίδα 131: Αναφέρει την ύπαρξη Τούρκικων στρατευμάτων τμήματα του Ιμπραήμ σε Στρέζοβα και Νάσια.»

Τα θύματα του Ιμπραήμ δεν ήταν μόνο στη Στρέζοβα, όπου έγιναν σφαγές και λεηλασίες σε όσους έβρισκαν στο χωριό ή στα γύρω βουνά που κατέφυγαν οι κάτοικοι για να γλυτώσουν τον αφανισμό. Οι Στρεζοβινοί έχυσαν πολύ αίμα και σε μάχες με τον Ιμπραήμ και πρέπει να αναφέρουμε την ξακουστή μάχη στα Τρίκορφα, όπου έπεσαν πολλοί Στρεζοβινοί, όπως ο Παπά-Στάθης Δημητρακόπουλος και ο Γιαννάκης Κόττας.
Τέλος θεωρώ χρέος να αναφέρω όλους τους Στρεζοβινούς μαχητές του 21 με ότι στοιχεία υπάρχουν για αυτούς. Πιστεύω, ότι είναι το σημαντικότερο κομμάτι της Ιστορίας της Στρέζοβας.

Θεόδωρος-Αναγνώστης Λιναρδόπουλος ή Πιτσουνάς
Γόνος εύπορης οικογένειας, απόγονος του Γενάρχη των Σπηλιόπουλων παπα-Οικονόμου Ιωάννη Λιναρδόπουλου με σπουδές στην Πίζα της Ιταλίας. Με την έκρηξη της Επανάστασης του 21 συμμετείχε σαν επικεφαλής μαζί με πολλούς Στρεζοβινούς, στην πρώτη νικηφόρα μάχη του Λεβιδίου (14-15 Απριλίου 1921). Έλαβε μέρος σε πολλές άλλες μάχες μεταξύ των οποίων ήταν και οι: Βαλτετσίου, Λάλα, Πάτρας. Για την προσφορά του έλαβε μετάλλια και προήχθη τιμητικά σε λοχαγό της Φάλαγγας. Υπηρέτησε σαν μορφωμένος, και γλωσσομαθής, γραμματεύς του Κωλλέτη, στο υπουργείο εσωτερικών, του οποίου ήτο υποστηρικτής και γι αυτό εδιώχθηκε και φυλακίστηκε με υπαιτιότητα του Ζαϊμη. Ελέγετο και Ρούσος, χαρακτηρισμένος σαν Ρωσόφιλος. Έλαβε κτήματα, εθνικά και Φαλαγγιτικά. Βοήθησε σημαντικά τον Φωτάκο, στην συγγραφή της Ιστορίας. Στο χωριό αναφέρεται σε διασωθέντα έγγραφα σαν δημογέρων το 1832 έως το 1834. Απέθανε στα 1852.
Παπα-Αναστάσης Σακελλαρίου Εφημέριος στη Στρέζοβα αγωνιζόταν και δημιουργούσε κλίμα για ξεσηκωμό και προ του 1821.Πολέμησε σε πολλές μάχες: Λεβιδίου, Καυκαριάς(Κερπινής), Λάλα, Πάτρας ,Ακράτας και στην πολιορκία των Αθηνών.
Παπα-Στάθης Δημητρακόπουλος Εφημέριος Στρέζοβας οικογενειάρχης με τέσσερα παιδιά, κατετάγη στον αγώνα και εφονεύθη στα Τρίκορφα στη μάχη με τον Ιμπραήμ στις 3 Ιουλίου του 1825.Είχε πολεμήσει στη μάχη του Λεβιδίου και σε πολλές μάχες της περιοχής. Αναφέρεται σε έγγραφο σαν μέλος επιτροπής ευταξίας κατά τον Αγώνα στην περιοχή. Η γυναίκα του ήταν συγγενής του Πλαπούτα και ο Κολοκοτρώνης κουμπάρος του και πολέμησε υπό τις διαταγές τους.
Γιαννάκης Κότας Εφονεύθη στη μάχη στα Τρίκορφα. Πολέμησε σαν υπαξιωματικός στο Λεβίδι και στις μάχες στο Πούσι(Λάλα), στην Πάτρα, στην Τρίπολη, στο Βαλτέτσι, στην Ακράτα, στην Αλωνίστενα.
Παπα-Νικόλαος Κότας-Κοτόπουλος Εφημέριος και αυτός στη Στρέζοβα έλαβε μέρος στις μάχες:Καλαβρύτων ,Τρίπολης, Πουσίου,Πάτρας,Τρικόρφων, Κορίνθου, Παλαιάς Κορίνθου.
Παπα-Δημητράκης Δημητρακόπουλος Γιος του παραπάνω πεσόντα ήρωα Παπά-Στάθη ,αγωνίστηκε το 21 και πήρε δύο αριστεία ανδρείας το ένα υπό το όνομα "Δημητράκης Παπαευσταθίου" και το άλλο υπό το όνομα "Παπα-Δημητράκης Παπαευσταθίου"(φαίνεται ότι σε ενδιάμεσο χρονικό διάστημα έγινε παπάς).
Αναγνώστης Γαρουφάλης Έπεσε στα Τρίκορφα. Η οικογενειά του (γυναίκα, με δύο ανήλικα παιδιά, αιχμαλωτίστηκαν υπό Ιμπραήμ στην Στρέζοβα). Πολέμησε στου Λάλα στην Πάτρα, στην Ακράτα. Αναφέρεται σε έγγραφο σαν μέλος επιτροπής ευταξίας κατά τον Αγώνα στην περιοχή.
Μαυρογιώργης Γεώργιος το γένος Κοσιαρά. Πολέμησε στο Λεβίδι, Λάλα, Πάτρα σαν σκοπευτής υπό τον Πιτσουνά, Βαλτέτσι, Τρίπολη, Δερβενάκια ,Τρίκορφα, Καρνέσι, Σοπωτό.
Ανδρικάκης-Γεωργόπουλος Γεώργιος (καπετάν-Γιώργαρος Ζαγοριανός) Αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια σαν καλογεροπαίδι στο Μοναστήρι.Επικεφαλής Στρεζοβινών στην Κοτρώνα(είσοδο της Στρέζοβας, στο σημερινό Δημοτικό σχολείο), αντιστάθηκε στον Ιμπραήμ και επληγώθη. Πολέμησε στις περισσότερες μάχες της περιοχής.
Σιάσιος Γεώργιος Δεινός Σκοπευτής σκότωσε τον Τούρκο αρχισκοπευτή στη μάχη του Λάλα. Πολέμησε στην Πάτρα σαν σκοπευτής υπό τον Πιτσουνά.
Σπηλιόπουλος Αναστάσης Πολέμησε στο Λεβίδι ,Σαραβάλι Πατρών, έλαβε σιδηρούν μετάλλιον.
Κοροντζής Ιωάννης Καλάβρυτα, Λάλα, Γηροκομείο, Πάτρα, Ακράτα, Μεσολόγγι.
Κοροντζής Παναγιώτης Καλάβρυτα, Λάλα(πληγωθείς), Γηροκομείο, Πάτρα, Ακράτα, Κορινθία.
Κοροντζής Χριστόδουλος Καλάβρυτα, Λάλα, Γηροκομείο, Πάτρα, Νεζερά, Μεσολόγγι.
Πετριώτης Πέτρος Μικρός πολέμησε στη μάχη της Κοτρώνας.
Πετριώτης Αλεξανδρής Σκοτώθηκε σε μάχη στο Πλιονέρι(περιοχή της Στρέζοβας)-Συμμετείχε στη επίθεση της Χελονωσπηλιάς κατά των Τούρκων φοροεισπρακτόρων.
Πετριώτης Κωνσταντής Σκοτώθηκε επίσης στο Πλιονέρι.-Συμμετείχε στη επίθεση της Χελονωσπηλιάς κατά των Τούρκων φοροεισπρακτόρων.
Λιάρος Θοδωράκης Έπεσε στη μάχη στα Τρίκορφα.
Παπαπανάγου Αποστόλης Έπεσε στη μάχη στα Τρίκορφα.
Τερζής Νικολός Αναφέρεται σαν αιωνόβιος που πολέμησε το 1821.
Αναστάσης Αλεξόπουλος του παπα-Νικόλα Αναφέρεται σε έγγραφο σαν μέλος επιτροπής ευταξίας κατά τον Αγώνα στην περιοχή.
Αναγνώστης Παπαδόπουλος Αναφέρεται σε έγγραφο σαν μέλος επιτροπής ευταξίας κατά τον Αγώνα στην περιοχή.
Λάππας Γιαννάκης Αναφέρεται σε έγγραφο σαν μέλος επιτροπής ευταξίας κατά τον Αγώνα στην περιοχή.
Καρκατζελης Αθανάσιος Αναφέρεται ότι πολέμησε το 21.
Τράπαλης Διαμαντής Αναφέρεται ότι πολέμησε το 21.
Τράπαλης Αθανάσιος Αναφέρεται ότι πολέμησε το 21.
Μαστρομπαλάσης Γεώργιος Έπεσε στη μάχη στου Λάλα.
Μαστρομπαλάση Μαρία Έπεσε στη μάχη στου Λάλα.
Σαμπάς Αθανάσιος Αναφέρεται ότι πολέμησε το 21.
Φωτόπουλος Φώτιος Αναφέρεται ότι πολέμησε το 21.
Παπαρρηγόπουλος Αθανάσιος Λάλα.
Ασημάκης Σπηλιόπουλος Λάλα.
Διονύσιος Ντεϊμεντές Λάλα.
Λιάκος Τράπαλης Λάλα.
Κουραβέλας Κυριαζής Λάλα.
Παπουτσάκος Δημήτριος Λάλα.
Παναγιωτακόπουλος Ιωάννης(Γούσιος ή Γιάννος) Λάλα.
Κοκοράκης Θεόδωρος (Μπούφος ή Μπούζος) Λάλα.
Αρβανίτης Αθανάσιος ή Σαμπάς Λάλα.
Μαστρομπαλάσης Κων/νος Λάλα.
Λάππας Μαυραϊδής Λάλα.
Χαχάμης Δημήτριος Αναφέρεται ότι πολέμησε το 21.
Μπουσιούτης Αναγνώστης Πολέμησε μικρός στο Πούσι με τον μετέπειτα κουνιάδο του Τάγαρη (αυτός συμμετείχε και σε άλλες μάχες) από το Σκούπι(γύρισαν κατάμαυροι από το μπαρούτι, κατά μία αφήγηση).
Κότας Δημήτριος-παπάς Συνελήφθη από στρατιώτες του Ιμπραήμ στο Μετόχι Στρεζόβης και τεμαχίστηκε, μη μαρτυρώντας που βρίσκονται οι άλλοι κρυμένοι. Ενταφιάστηκε κρυφά τη νύχτα στον άγιο Δημήτριο Μετοχιού από συγχωριανούς.
Καλόγερος του Μοναστηριού Σκοτώθηκε από στρατιώτες του Ιμπραήμ στο μέρος που λέγεται "στου καλόγερου το μνήμα".
Σπηλιόπουλοι ,Μαυραγανέοι ,Αλεξόπουλοι ,Αντωνακόπουλοι

Και ίσως πολλοί άλλοι, ανώνυμοι

Από υπάρχουσες έντυπες πηγές και αφηγήσεις καταγράψαμε τους παραπάνω, που συμμετείχαν με τον ένα ή άλλο τρόπο στον αγώνα του 21. Οι τόσοι πολλοί, ήταν ευχάριστη έκπληξη, που δείχνει πως όλο το χωριό ξεσηκώθηκε και πρόσφερε στην ελευθερία της Πατρίδας.
Για αυτό πρέπει να είμαστε πολύ περήφανοι.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Ιλιάδα Ομήρου Β, στίχος 605.
2. Αρκαδικά Παυσανία Περιηγητή.
3. Πολυβίου Ιστορίαι Β΄ (μετάφραση Τριανταφυλλόπουλος Ν.)-εκδόσεις στιγμή.
4. Πολυβίου Ιστορίαι Δ΄ (μετάφραση Τριανταφυλλόπουλος Ν.)-εκδόσεις στιγμή.
5. Αρκαδικός Κλείτωρ - Ιωάννη Λάμπρου- εκδόσεις παρασκήνιο.
6. Γεωγραφικά Η΄ Στράβωνος.
7.Ιστορία Ελληνικού Έθνους Εκδοτική Αθηνών.
8.Αναλύσεις- χωροθέτηση υπό Παπαχατζή στα Αρκαδικά Παυσανία-- Εκδοτική Αθηνών.
9. Βυζαντινή Ιστορία Χριστοφιλοπούλου 610 μ.Χ. - 867 μ.Χ. Περί Σλάβων.
10. DE ADMINISTRANDO DI IMPERIO προς υιόν Ρωμανόν-Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος
11. Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα William Miller.
12. Χρονικά Μορέως (τοπωνύμια)-Στέφανου Δραγούμη.
13. Πληθυσμός και οικισμοί Πελοποννήσου Βασίλη Παναγιωτόπουλου.
14. Χάρτης Άγγλου Leak του 1805.
15. Χωρογραφικοί πίνακες ,επτά, από Γερμανό Κ. Hopf και Γάλλο J. Bouchon για τα κάστρα της Πελοποννήσου.
16. Κάστρα του Μωριά-Ιωάννη Σφυκόπουλου.
17. Κάστρα-εκδρομές Γιάννη Γκίκα τόμος Ε΄.
18. Ο Γέρος του Μωριά - Σπύρου Μελά.
19. Απομνημονεύματα Κανέλλου Δεληγιάννη
20. Απομνημονεύματα Γενναίου Κολοκοτρώνη.
21. Χάρτες Δυτικών για την Περιοχής μας από 1575 έως 1838.
22. Πίνακας Δήμου Παίων -υπουργείο Εσωτερικών.
23. Καλαβρυτινή επετηρίς Γ. Παπανδρέου.
24.Ιστορία των Καλαβρύτων Γ. Παπανδρέου.
25. Επαρχία Καλαβρύτων Νίκου Γιάνναρη.
26. Ι. Μ. ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑΣ ΔΑΦΝΗΣ-Μον. Χαρίτωνος Τράπαλη έκδοση Πάου Παπαδημητρακόπουλου
27. Ι. Μ. ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑΣ ΣΤΡΕΖΟΒΑΣ Β. Χαραλαμπόπουλου.
28. ΔΑΦΝΗ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ - Πάος Παπαδημητρακόπουλος
29. Ιστορία Α΄ Λυκείου Νόμισμα Δημητρίου Πολιορκητή.
30. Σελίδα από Internet για Καμενίτσα Γορτυνίας (www.culture.gr)
31. Σελίδα από Internet για Δήμητρα Γορτυνίας (www.culture.gr).

 



Σημείωση: Η ιστορία είναι μια αξιέπαινη προσπάθεια του διευθυντή του Γυμνασίου, καθηγητή του Λυκείου και κατοίκου της Δάφνης Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.